ἀνορεξία: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
(1) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anoreksia | |Transliteration C=anoreksia | ||
|Beta Code=a)noreci/a | |Beta Code=a)noreci/a | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">want of desire</b> or | |Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">want of desire</b> or [[appetite]], <span class="bibl">Ti.Locr.102e</span>, <span class="bibl">Aret.<span class="title">CA</span>2.3</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 12:15, 29 June 2020
English (LSJ)
ἡ,
A want of desire or appetite, Ti.Locr.102e, Aret.CA2.3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνορεξία: ἡ, ἔλλειψις ὀρέξεως, Τίμ. Λοκρ. 102Ε, Ἀρετ. Ὀξ. Νουσ. Θεραπ. 2. 3.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
falta de apetito Ti.Locr.102e, Aret.CA 2.3.9, Pall.H.Mon.8.15.
Greek Monolingual
και ανορεξιά, η (Α ἀνορεξία)
επίμονη έλλειψη όρεξης που δεν προκαλείται από χορτασμό
νεοελλ.
1. έλλειψη προθυμίας ή ευεξίας, ακεφιά
2. «νευρική ανορεξία» — συγκινησιακή ή ψυχολογική αποστροφή προς τις τροφές και το φαγητό που οδηγεί σε υπερβολική απίσχνανση.
Russian (Dvoretsky)
ἀνορεξία: ἡ отсутствие влечений Plat.