ἐξαρτία: Difference between revisions
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
(12) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eksartia | |Transliteration C=eksartia | ||
|Beta Code=e)carti/a | |Beta Code=e)carti/a | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[equipment]], PFlor.241.6 (iii A. D.), etc.: pl., <b class="b3">σὺν πάσαις ἐ</b>. ib.285.13 (vi A. D.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 15:00, 29 June 2020
English (LSJ)
ἡ,
A equipment, PFlor.241.6 (iii A. D.), etc.: pl., σὺν πάσαις ἐ. ib.285.13 (vi A. D.).
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Grafía: graf. -εία IWKil.Mitford 11.2 (imper.)
1 equipamiento, piezas, aparejos necesarios para el buen funcionamiento: de un carro de transporte PFlor.241.6, PLaur.188.7 (ambos III d.C.), de una nave de carga PBeatty Panop.2.80 (IV d.C.), un molino de aceite, en plu. σὺν πάσαις ἐξαρτίαις PFlor.285.13 (VI a.C.).
2 remate, acabado en los detalles o la decoración de una tumba κατεσκεύασεν τὸ μνημεῖον σὺν τοῖς κίοσιν καὶ ὅλῃ τῇ ἐξαρτείᾳ IWKil.Mitford l.c.
Greek Monolingual
η και εξαρτισμός, ο (AM έξαρτία) άρτιος
1. (για πλοίο) η αρματωσιά
2. προπαρασκευή, εφοδιασμός με τα απαραίτητα όργανα
νεοελλ.
1. το σύνολο τών ιστών και τών κεραιών του πλοίου, καθώς και τών κάθε είδους σχοινιών και συσπάστων που απαιτούνται για τον χειρισμό τών ιστίων τών ιστιοφόρων πλοίων, τα άρμενα στο σύνολό τους
2. οι ιστοί και οι κεραίες, κν. η αρμποραδούρα.