Γόργειος: Difference between revisions
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=Gorgeios | |Transliteration C=Gorgeios | ||
|Beta Code=*go/rgeios | |Beta Code=*go/rgeios | ||
|Definition=α, ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[of]] or [[belonging to the Gorgon]], Γοργείη κεφαλή <span class="bibl">Il.5.741</span>, <span class="bibl">Od.11.634</span>; <b class="b3">Γόργειον, τό</b>, | |Definition=α, ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[of]] or [[belonging to the Gorgon]], Γοργείη κεφαλή <span class="bibl">Il.5.741</span>, <span class="bibl">Od.11.634</span>; <b class="b3">Γόργειον, τό</b>, [[a Tragic mask]], EM238.46, <span class="bibl">Poll.10.167</span>, etc.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:40, 30 June 2020
English (LSJ)
α, ον,
A of or belonging to the Gorgon, Γοργείη κεφαλή Il.5.741, Od.11.634; Γόργειον, τό, a Tragic mask, EM238.46, Poll.10.167, etc.
German (Pape)
[Seite 502] und Γοργώ, wie andere davon herkommende adj. S. Nom. pr.
Greek (Liddell-Scott)
Γόργειος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν Γοργόνα ἢ ἐκ τῆς Γοργόνος εἰλημμένος, Γοργείη καφαλὴ Ἰλ. Ε. 741, Ὀδ. Λ. 634· τὸ Γόργειον (ἐνν. πρόσωπον), ἡ κεφαλὴ τῆς Μεδούσης, Κικ. π. Ἀττ. 4. 16· παρὰ γραμμ., τραγικόν τι προσωπεῖον.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Gorgô (de Gorgone).
Étymologie: Γοργώ.
English (Autenrieth)
of the Gorgon; κεφαλή, ‘the Gorgon's head,’ Il. 5.741, Od. 11.634.
Spanish (DGE)
-η, -ον
1 de Gorgo, de Gorgona, κεφαλή Il.5.741, Od.11.634, Orph.L.539, κάρηνον Hes.Sc.237, Nonn.D.4.391, τύποι A.Eu.49, χαίτη Nonn.D.25.44, ὄμμα Nonn.D.25.81, πλόκαμοι Nonn.D.32.168.
2 de Gorgias prob. en juego de palabras c. 1 κεφαλή AP 7.134.
Greek Monolingual
Γόργειος, -εία και -είη, -είον (Α) Γοργώ
1. αυτός που ανήκει στη Γοργόνα, στη Μέδουσα («Γοργείη κεφαλή»)
2. το ουδ. ως ουσ. το Γόργειον
το κεφάλι της Μέδουσας.
Greek Monotonic
Γόργειος: -α, -ον (Γοργώ), αυτός που ανήκει στη Γοργώ, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
Γόργειος: принадлежащий Горгоне, горгонин (κεφαλή Hom.).