δάρτης: Difference between revisions Search Google

From LSJ

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source
(8)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dartis
|Transliteration C=dartis
|Beta Code=da/rths
|Beta Code=da/rths
|Definition=ου, δ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one who flogs</b>, Gloss.</span>
|Definition=ου, δ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[one who flogs]], Gloss.</span>
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 15:00, 30 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δάρτης Medium diacritics: δάρτης Low diacritics: δάρτης Capitals: ΔΑΡΤΗΣ
Transliteration A: dártēs Transliteration B: dartēs Transliteration C: dartis Beta Code: da/rths

English (LSJ)

ου, δ,

   A one who flogs, Gloss.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ que azota Archil.129.4 (cj.), Gloss.2.151.

Greek Monolingual

ο (AM δάρτης) δέρω
αυτός που δέρνει ή μαστιγώνει
νεοελλ.
1. γεωργικό εργαλείο με το οποίο χτυπούν τον καρπό του καλαμποκιού για να αποσπάσουν τους σπόρους από τον ξυλώδη κώνο
2. όργανο με το οποίο αναταράσσεται το γάλα για αποβουτύρωση
3. βίαιος καρδιακός παλμός.