κυνόπρηστις: Difference between revisions
From LSJ
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
(22) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kynopristis | |Transliteration C=kynopristis | ||
|Beta Code=kuno/prhstis | |Beta Code=kuno/prhstis | ||
|Definition=(<b class="b3">-πρῖστις</b> cod.), ιδος, ἡ, (πρήθω) a venomous insect, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=(<b class="b3">-πρῖστις</b> cod.), ιδος, ἡ, (πρήθω) a venomous insect, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[whose sting makes dogs swell up]] and die, Hsch.; cf. [[βούπρηστις]].</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 19:00, 30 June 2020
English (LSJ)
(-πρῖστις cod.), ιδος, ἡ, (πρήθω) a venomous insect,
A whose sting makes dogs swell up and die, Hsch.; cf. βούπρηστις.
Greek (Liddell-Scott)
κῠνόπρηστις: -ιδος, ἡ, (πρήθω) ἰοβόλον τι ἔντομον οὗ τὸ δῆγμα οἰδαίνει καὶ φονεύει τοὺς κύνας, Ἡσύχ.· πρβλ. βούπρηστις.
Greek Monolingual
κυνόπρηστις ή κυνόπριστις, -ιδος, ἡ (Α)
δηλητηριώδες σκαθάρι του οποίου το δάγκωμα είναι θανατηφόρο για τα σκυλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -πρηστις (< θ. πρη- του πίμπρημι πρβλ. αόρ. πρή-σαι), πρβλ. ναύ-πρηστις].