ψυχαγώγιον: Difference between revisions
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=psychagogion | |Transliteration C=psychagogion | ||
|Beta Code=yuxagw/gion | |Beta Code=yuxagw/gion | ||
|Definition=τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> = [[ψυχομαντεῖον]], | |Definition=τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> = [[ψυχομαντεῖον]], [[a place where departed souls are conjured up]], EM819.25. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b2">air-hole, ventilator in the shafts of mines</b>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Ign.</span>24</span> (v.l. [[-εῖον]]). </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> <b class="b2">reservoir, reserve water-tank</b>, AB317.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 20:30, 30 June 2020
English (LSJ)
τό,
A = ψυχομαντεῖον, a place where departed souls are conjured up, EM819.25. II air-hole, ventilator in the shafts of mines, Thphr.Ign.24 (v.l. -εῖον). III reservoir, reserve water-tank, AB317.
German (Pape)
[Seite 1402] τό, 1) ein Ort, wo man die abgeschiedenen Seelen heraufbeschwört u. befragt. – 2) ein Ort, der an sich zieht, anlockt, Sp. – 3) ein Luftloch in den Schachten der Bergwerke, durch das man frische Luft einläßt, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ψῡχᾰγώγιον: τό, ὡς τὸ ψυχομαντεῖον, τόπος ἔνθα αἱ ψυχαὶ τῶν τεθνεώντων ἀνακαλοῦνται καὶ ἐρωτῶνται, Ἐτυμ Μέγ. 819. 25. ΙΙ. ὀπὴ πρὸς ἀνακαίνισιν τοῦ ἀέρος, ἀεριστήριον, Λατ. spiraculum, Θεόφρ. π. Πυρός 24 (κ. ἀλλ. -εῖον).
Greek Monolingual
(I)
και ψυχαγωγεῑον, τὸ, Α ψυχαγωγός
τόπος όπου γινόταν επίκληση από τους μάντεις στα πνεύματα τών νεκρών, για να τους ρωτήσουν σχετικά με όσα έχουν συμβεί ή με όσα επρόκειτο να συμβούν στο μέλλον, ψυχομαντείο, νεκρομαντείο.
(II)
και ψυχαγωγεῑον, τὸ, Α
1. οπή μέσω της οποίας εισέρχεται ψυχρός αέρας στα μεταλλεία
2. (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) δεξαμενή νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψῦχος + -αγώγιον / -εῖον (< -αγωγός < ἄγω)].