λευκαντής: Difference between revisions
From LSJ
(23) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lefkantis | |Transliteration C=lefkantis | ||
|Beta Code=leukanth/s | |Beta Code=leukanth/s | ||
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">one who makes</b> or | |Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">one who makes</b> or [[paints white]], Gloss.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 21:55, 30 June 2020
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who makes or paints white, Gloss.
German (Pape)
[Seite 33] ὁ, der Weißmachende, -färbende.
Greek Monolingual
ο, θηλ. λευκάντρια (AM λευκαντής) λευκαίνω
αυτός που λευκαίνει κάτι
νεοελλ.
1. ο ειδικός τεχνίτης που έχει ως έργο να λευκαίνει ή να αποχρωματίζει φυσικά ή τεχνητά προϊόντα
2. (χημ. τεχνολ.) στερεά ή υγρή χημική ουσία που χρησιμοποιείται για τη λεύκανση ή τον αποχρωματισμό ινών, νημάτων, χαρτιού, υφασμάτων κ.ά. προϊόντων, αλλ. λευκαντικό μέσο.