κακοθέλω: Difference between revisions

From LSJ

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source
(18)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kakothelo
|Transliteration C=kakothelo
|Beta Code=kakoqe/lw
|Beta Code=kakoqe/lw
|Definition=(incorrect form), <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">to be illdisposed</b>, PMasp.151.177 (vi A.D.).</span>
|Definition=(incorrect form), <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[to be illdisposed]], PMasp.151.177 (vi A.D.).</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και κακοθελώ (AM [[κακοθέλω]], Μ και κακοθελώ)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[θέλω]], [[εύχομαι]] το [[κακό]] του άλλου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>πάπ.</b> (μτγν. τ. σχηματισμένος εσφ.) [[είμαι]] [[κακώς]], δυσμενώς διατεθειμένος [[εναντίον]] κάποιου.
|mltxt=και κακοθελώ (AM [[κακοθέλω]], Μ και κακοθελώ)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[θέλω]], [[εύχομαι]] το [[κακό]] του άλλου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>πάπ.</b> (μτγν. τ. σχηματισμένος εσφ.) [[είμαι]] [[κακώς]], δυσμενώς διατεθειμένος [[εναντίον]] κάποιου.
}}
}}

Revision as of 10:05, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοθέλω Medium diacritics: κακοθέλω Low diacritics: κακοθέλω Capitals: ΚΑΚΟΘΕΛΩ
Transliteration A: kakothélō Transliteration B: kakothelō Transliteration C: kakothelo Beta Code: kakoqe/lw

English (LSJ)

(incorrect form),

   A to be illdisposed, PMasp.151.177 (vi A.D.).

Greek Monolingual

και κακοθελώ (AM κακοθέλω, Μ και κακοθελώ)
νεοελλ.-μσν.
θέλω, εύχομαι το κακό του άλλου
αρχ.
πάπ. (μτγν. τ. σχηματισμένος εσφ.) είμαι κακώς, δυσμενώς διατεθειμένος εναντίον κάποιου.