συγγηράσκω: Difference between revisions
(1b) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syggirasko | |Transliteration C=syggirasko | ||
|Beta Code=sugghra/skw | |Beta Code=sugghra/skw | ||
|Definition=fut. <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> -γηράσομαι <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>1058</span>: aor. -εγήρᾱσα <span class="bibl">Alciphr. 2.3</span>:— | |Definition=fut. <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> -γηράσομαι <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>1058</span>: aor. -εγήρᾱσα <span class="bibl">Alciphr. 2.3</span>:—[[grow old together with]], <b class="b3">γηράσκοντι [τῷ σώματι] συγγηράσκουσι [αἱ φρένες</b>] <span class="bibl">Hdt.3.134</span>; <b class="b3">ἐγώ σ' ἔθρεψα σὺν δὲ γηράναι θέλω</b> (cf. [[γηράσκω]]) <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>908</span>, cf. E. l.c., <span class="bibl">Isoc.1.7</span>:—pres. συγγηράω <span class="bibl">Aret. <span class="title">CA</span>1.5</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:15, 1 July 2020
English (LSJ)
fut.
A -γηράσομαι E.Fr.1058: aor. -εγήρᾱσα Alciphr. 2.3:—grow old together with, γηράσκοντι [τῷ σώματι] συγγηράσκουσι [αἱ φρένες] Hdt.3.134; ἐγώ σ' ἔθρεψα σὺν δὲ γηράναι θέλω (cf. γηράσκω) A.Ch.908, cf. E. l.c., Isoc.1.7:—pres. συγγηράω Aret. CA1.5.
German (Pape)
[Seite 961] = Folgdm (s. γηράσκω), γηράσκοντι τῷ σώματι συγγηράσκουσι καὶ αἱ φρένες, Her. 3, 184, Isocr. 1, 7.
Greek (Liddell-Scott)
συγγηράσκω: μέλλ. -γηράσομαι, ἀόρ. -εγήρασα. Γηράσκω ὁμοῦ μετά τινος, γηράσκοντι τῷ σώματι συγγηράσκουσι καὶ αἱ φρένες Ἡρόδ. 3, 134· ἐγώ σ’ ἔθρεψα σὺν δὲ γηρᾶναι θέλω (ἴδε ἐν λ. γηράσκω) Αἰσχύλ. Χο. 918 πρβλ. Εὐρ. Ἀποσπ. 1044, Ἰσοκρ. 2C, καὶ ἴδε συννεάζω· - ὁ ἐνεστ. συγγηράω ἀπαντᾷ ἐν Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 1. 5.
French (Bailly abrégé)
f. συγγηράσομαι;
vieillir avec.
Étymologie: σύν, γηράσκω.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
γερνώ ταυτόχρονα με άλλον («γηράσκοντι [τῷ σώματι] συγγηράσκουσι [αἱ φρένες]», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + γηράσκω «γερνώ» (< γῆρας, τὸ].
Greek Monotonic
συγγηράσκω: μέλ. -γηράσομαι, αόρ. αʹ -εγήρᾱσα· γερνώ μαζί με, τινί, σε Ηρόδ.· απόλ., σε Αισχύλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-γηράσκω samen (met...) oud worden, mee verouderen (met), met dat.: γηράσκοντι ( sc. τῷ σώματι ) συγγηράσκουσι ( sc. αἱ φρένες ) als het lichaam ouder wordt, verouderen ook de hersenen mee Hdt. 3.134.3.
Russian (Dvoretsky)
συγγηράσκω: совместно стариться (τινί Aesch., Eur., Isocr.): γηράσκοντι τῷ σώματι συγγηράσκουσι καὶ αἱ φρένες Her. когда старится тело, то вместе с ним дряхлеют и духовные силы.
Middle Liddell
fut. -γηράσομαι aor1 -εγήρᾱσα
to grow old together with, τινί Hdt.; absol., Aesch.