συννεάζω
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
English (LSJ)
to be young with another, συννεάζων ἡδὺ παῖς νέῳ πατρί E.Fr.317.6: abs., σ. καὶ συγγηράσκειν Alciphr.2.3; join in youthful wantonness, Philostr.VS2.21.2.
German (Pape)
zugleich jung sein, mit Andern die Jugend zubringen; Eur. bei Stob. Flor. 71.7; Alciphr. 2.3. – Auch = συννεανιεύομαι, Philostr. v.Soph. 2.10.
Russian (Dvoretsky)
συννεάζω: вместе проводить юность (τινί Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
συννεάζω: εἶμαι νέος ὡς καὶ ἄλλος τις ἢ διέρχομαι τὴν νεότητά μου μετ’ ἄλλου τινός, συννεάζων ἡδὺ παῖς νέῳ πατρὶ Εὐρ. Ἀποσπ. 319· ἀπολ., σ. καὶ συγγηράσκειν Ἀλκίφρων 2. 3, 9· ὁμοῦ διάγω βίον ἁρμόζοντα εἰς νεάζοντα, τινί, μετά τινος, Φιλόστρ. 603.
Greek Monolingual
ΜΑ
1. περνώ τα χρόνια της νεότητας μου μαζί με άλλον (α. «τῷ νέῳ σοι βασιλεῖ συννεάζουσιν», Μιχ. Ακομ.
β. «καὶ συννεάσαιμεν ἀλλήλοις καὶ συγγηράσαιμεν καὶ, νὴ τοὺς θεούς, συνθάνοιμεν», Αλκίφρ.)
2. παραμένω κι εγώ νέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + νεάζω «είμαι νέος»].