Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τριμελής: Difference between revisions

From LSJ

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120
(4b)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trimelis
|Transliteration C=trimelis
|Beta Code=trimelh/s
|Beta Code=trimelh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">consisting of three</b> μέλη, νόμος Plu.2.1132d; v. [[τριμερής]].</span>
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[consisting of three]] μέλη, νόμος Plu.2.1132d; v. [[τριμερής]].</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 14:47, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐμελής Medium diacritics: τριμελής Low diacritics: τριμελής Capitals: ΤΡΙΜΕΛΗΣ
Transliteration A: trimelḗs Transliteration B: trimelēs Transliteration C: trimelis Beta Code: trimelh/s

English (LSJ)

ές,

   A consisting of three μέλη, νόμος Plu.2.1132d; v. τριμερής.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐμελής: -ές, ὁ συνιστάμενος ἐκ τριῶν μελῶν (πρβλ. τριμερής), Πλούτ. 2. 1132D.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui se compose de trois mélodies.
Étymologie: τρεῖς, μέλος.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
αυτός που αποτελείται από τρία μέλητριμελής επιτροπή»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το τριμελές
δικαστήριο αποτελούμενο από τρία μέλη («η υπόθεση θα παραπεμφθεί στο τριμελές»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -μελής (< μέλος), πρβλ. μονο-μελής].

Russian (Dvoretsky)

τρῐμελής: муз. состоящий из трех напевов Plut.