παλαιότροπος: Difference between revisions
From LSJ
ἐγώ εἰμι τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὦ, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος → I am the Alpha and the Omega, the first and the last, the beginning and the end
(30) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=palaiotropos | |Transliteration C=palaiotropos | ||
|Beta Code=palaio/tropos | |Beta Code=palaio/tropos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[old-fashioned]], χαρακτήρ <span class="bibl">Iamb.<span class="title">VP</span>23.103</span>; βωμοί <span class="bibl">Nicom.<span class="title">Ar.</span>2.16</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:56, 1 July 2020
English (LSJ)
ον,
A old-fashioned, χαρακτήρ Iamb.VP23.103; βωμοί Nicom.Ar.2.16.
German (Pape)
[Seite 445] von alterthümlicher Sitte, Art, Iambl. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλαιότροπος: -ον, ὁ κατὰ παλαιὸν τρόπον ὢν ἢ πεποιημένος, «χαρακτὴρ (τῆς διδασκαλίας) π. ὤν». «βωμοὶ παλαιότροποι» Ἰάμβλ. ἐν βίῳ Πυθ. 23, Νικομ. Θεολ. Ἀριθμ. 2, σ. 129, ἔκδ. Ast. - οὐσιαστ. παλαιοτροπία, Εὐστ. 531. 40.
Greek Monolingual
παλαιότροπος, -ον (Α)
αυτός που είναι κατασκευασμένος σύμφωνα με τους αρχαίους τρόπους, με τις παλιές συνήθειες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο- + -τρόπος (< τρόπος < τρέπω)].