τριχωτός: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell

Menander, Monostichoi, 358
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trichotos
|Transliteration C=trichotos
|Beta Code=trixwto/s
|Beta Code=trixwto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">furnished with hair, hairy</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span> 491a30</span>, <span class="bibl"><span class="title">PA</span>692b11</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Fr.</span>172.2</span>: τὰ τ. [[animals furnished with hair]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">PA</span>665a6</span>.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[furnished with hair]], [[hairy]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span> 491a30</span>, <span class="bibl"><span class="title">PA</span>692b11</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Fr.</span>172.2</span>: τὰ τ. [[animals furnished with hair]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">PA</span>665a6</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 17:45, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριχωτός Medium diacritics: τριχωτός Low diacritics: τριχωτός Capitals: ΤΡΙΧΩΤΟΣ
Transliteration A: trichōtós Transliteration B: trichōtos Transliteration C: trichotos Beta Code: trixwto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A furnished with hair, hairy, Arist.HA 491a30, PA692b11, Thphr.Fr.172.2: τὰ τ. animals furnished with hair, Arist.PA665a6.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐχωτός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τρίχας, τριχοφόρος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 7, 1, π. Ζ. Μορ. 4. 12. 30· τὰ τριχωτά, ζῷα ἔχοντα τρίχας, αὐτόθι 3. 3, 14.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τριχωτός, -ή, -όν, ΝΜΑ τριχῶ
αυτός που έχει πολλές τρίχες, δασύτριχος, μαλλιαρός
νεοελλ.
φρ. α) «τριχωτό δέρμα»
ανατ. το δέρμα που φέρει τρίχες
β) «τριχωτό της κεφαλής» — το επάνω μέρος του κρανίου που καλύπτεται από τα μαλλιά
γ) «τριχωτή γλώσσα»
ιατρ. υπερτροφία και υπερκεράτωση τών τριχοειδών θηλών της επιφάνειας της γλώσσας, σκοτεινού χρώματος, που δίνει την εντύπωση ότι η επιφάνειά της είναι τριχωτή
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τριχωτά
ζώα που το δέρμα τους καλύπτεται με τρίχες («ἐπιγλωττίδος, ἣν ἔχουσι τὰ τριχωτά», Αριστοτ.).

Russian (Dvoretsky)

τρῐχωτός: покрытый волосами или шерстью, волосатый Arst.