κάλλιστος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
(1ab)
(CSV import)
Line 36: Line 36:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κάλλιστος]], η, ον [Sup. of [[καλός]]: v. [[καλός]] B.]
|mdlsjtxt=[[κάλλιστος]], η, ον [Sup. of [[καλός]]: v. [[καλός]] B.]
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[fairest]]
}}
}}

Revision as of 14:00, 4 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάλλιστος Medium diacritics: κάλλιστος Low diacritics: κάλλιστος Capitals: ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ
Transliteration A: kállistos Transliteration B: kallistos Transliteration C: kallistos Beta Code: ka/llistos

English (LSJ)

η, ον, Sup. of καλός;

   A v. καλός B.

German (Pape)

[Seite 1311] superl. zu καλός, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

κάλλιστος: -η, -ον, Ὑπερθ. τοῦ καλός· ἴδε καλός Β.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
Sp. de καλός.

English (Autenrieth)

see κᾶλός.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κάλλιστος, -η, -ον)
(υπερθ. του καλός) ο άριστος, ο πάρα πολύ καλός.
επίρρ...
κάλλιστα (AM κάλλιστα και καλλίστως)
πολύ καλά, άριστα
αρχ.
φρ. «κάλλιστ' ἀκούω» — έχω πολύ καλή φήμη (Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καλλίων.

Greek Monotonic

κάλλιστος: -η, -ον,
1. υπερθ. του καλός.
2. βλ. καλός Β.

Russian (Dvoretsky)

κάλλιστος: superl. к καλός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάλλιστος -η -ον superl. van καλός.

Middle Liddell

κάλλιστος, η, ον [Sup. of καλός: v. καλός B.]

English (Woodhouse)

fairest

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)