ἐξαρνητικός: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς αἰσχρὸν εὖ ζῆν ἐν πονηροῖς ἤθεσιν → Turpis res laute vivere ingenium malum → Wie schimpflich, wenn ein schlechter Mensch in Wohlstand lebt

Menander, Monostichoi, 564
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
(CSV import)
Line 33: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐξαρνητικός]], ή, όν <i>adj</i> [from [[ἐξαρνέομαι]]<br />apt at denying, [[negative]], Ar.
|mdlsjtxt=[[ἐξαρνητικός]], ή, όν <i>adj</i> [from [[ἐξαρνέομαι]]<br />apt at denying, [[negative]], Ar.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[inclined to deny]]
}}
}}

Revision as of 14:45, 4 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαρνητικός Medium diacritics: ἐξαρνητικός Low diacritics: εξαρνητικός Capitals: ΕΞΑΡΝΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: exarnētikós Transliteration B: exarnētikos Transliteration C: eksarnitikos Beta Code: e)carnhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A apt at denying, Ar.Nu. 1172.

German (Pape)

[Seite 872] ή, όν, zum Leugnen geschickt, geneigt, Ar. Nubb. 1172.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαρνητικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν ἱκανότητα νὰ ἐξαρνῆται, νῦν μέν γ’ ἰδεῖν εἶ πρῶτον ἐξαρνητικὸς κἀντιλογικὸς Ἀριστοφ. Νεφ. 1172.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
enclin à nier.
Étymologie: ἐξαρνέομαι.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
de pers. capaz de negar, experto en rechazar, cóm. negador εἶ πρῶτον ἐ. κἀντιλογικός de entrada eres un negador (de las deudas ante los acreedores) y un contradictor Ar.Nu.1172, en controversias y refutaciones ἐ. τε καὶ καταφατικός τε ἦν κἀμφοτέρωθεν ἀντιλογικός Numen.27.

Greek Monolingual

ἐξαρνητικός, -ή, -όν (Α) εξάρνησις
αυτός που του αρέσει να αρνείται, να εναντιώνεται, να φέρνει αντιρρήσεις, αντιρρητικός («νῡν μὲν γ' ἰδεῑν εἰ πρῶτον ἐξαρνητικός», Αριστοφ.).

Greek Monotonic

ἐξαρνητικός: -ή, -όν, επιδέξιος ή ικανός στην άρνηση, αρνητικός, αποφατικός, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαρνητικός: склонный отрицать (ἐ. κάντιλογικός Arph.).

Middle Liddell

ἐξαρνητικός, ή, όν adj [from ἐξαρνέομαι
apt at denying, negative, Ar.

English (Woodhouse)

inclined to deny

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)