δύσπνοια: Difference between revisions
εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war
(CSV import) |
|||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[δύσπνοια]], ἡ,<br />[[difficulty]] of [[breathing]], Xen. [from [[δύσπνους]] | |mdlsjtxt=[[δύσπνοια]], ἡ,<br />[[difficulty]] of [[breathing]], Xen. [from [[δύσπνους]] | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[shortness of breath]] | |||
}} | }} |
Revision as of 14:45, 4 July 2020
English (LSJ)
ἡ,
A difficulty of breathing, shortness of breath, Id.Aph.3.31, X.Cyn.9.20, Nymphis 16, Aret.SA1.9, etc. II contrary winds, Sch.A.R.4.1.
German (Pape)
[Seite 687] ἡ, 1) schwerer Athem, Engbrüstigkeit, Medic.; vgl. Xen. Cyn. 9, 20. – 2) widriger Wind, Schol. An. Rh. 4, 1.
Greek (Liddell-Scott)
δύσπνοια: ἡ, ἡ περὶ τὴν ἀναπνοὴν δυσκολία, δύσκολος ἀναπνοή, Ἰππ. Ἀφ. 1248, Ξεν. Κυν. 9. 20. ΙΙ. ἐναντίοι ἄνεμοι, Σχόλ. εἰς Ἀπολλών. Ρόδ. Δ. 1.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
difficulté pour respirer, respiration courte.
Étymologie: δύσπνοος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Morb.2.47b, 57, Coac.460, 571
I 1falta de aliento, respiración entrecortada διὰ δύσπνοιαν πίπτουσιν de ciervos perseguidos, X.Cyn.9.20, de los buceadores, Arist.Pr.960b24, ἡ δ. γίνεται ἐκ πλείστου ἱδρῶτος Hippiatr.27.10, cf. Ar.Byz.Epit.2.603.
2 medic. dificultad respiratoria, disnea Hp.Art.41, Aph.3.31, Gal.5.696, en las enfermedades del pulmón, Hp.Prog.17, Morb.2.47b, Aret.SA 1.9.2, por la obesidad, Nymphis 10, Ael.VH 9.13, cf. Androm. en Gal.13.112, Dsc.1.73.3, Aët.5.23, δ. βλάβη τις ἀναπνοῆς ἐστιν Gal.19.420, op. ἆσθμα y ὀρθόπνοια Cels.4.8.1, ὀρθόπνοια καὶ δ. I.BI 1.656, cf. Aristid.Or.49.21, PLond.1926.12 (IV d.C.), ποιητικὸς ... δυσπνοίας del signo de Acuario, Vett.Val.370.1.
II viento contrario Διὸς ... δυσπνοίᾳ θέλοντος παρατρέψαι τοὺς Ἀργοναύτας Sch.A.R.4 proem.
Greek Monolingual
η (AM δύσπνοια)
δυσκολία στην αναπνοή, γρήγορη και κουραστική αναπνοή
αρχ.
οι αντίθετοι άνεμοι.
Greek Monotonic
δύσπνοια: ἡ, δυσκολία στην αναπνοή, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
δύσπνοια: ἡ затрудненное дыхание, одышка Xen.: πονεῖν ἐν τῇ δυσπνοίᾳ Arst. задыхаться.
Middle Liddell
δύσπνοια, ἡ,
difficulty of breathing, Xen. [from δύσπνους