καρποποιός: Difference between revisions
From LSJ
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
(CSV import) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''καρποποιός:''' производящий плоды ([[Δημήτηρ]] Eur.). | |elrutext='''καρποποιός:''' производящий плоды ([[Δημήτηρ]] Eur.). | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[making fruits grow]] | |||
}} | }} |
Revision as of 14:50, 4 July 2020
English (LSJ)
όν,
A making fruit, of Demeter, E.Rh.964:— later καρπο-ποιητικός Phlp.in GA193.21.
German (Pape)
[Seite 1328] Frucht hervorbringend, Demeter, Eur. Rhes. 964.
Greek (Liddell-Scott)
καρποποιός: -όν, ἐπὶ τῆς Δήμητρος, ἡ ποιοῦσα, παράγουσα καρπόν, Εὐρ. Ρῆσ. 964.
Greek Monolingual
καρποποιός, -όν (Α) αυτός που συντελεί στην παραγωγή καρπών («τῆς καρποποιοῡ παῑδα Δήμητρος θεᾱς», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. ειδο-ποιός, ηθο-ποιός.
Russian (Dvoretsky)
καρποποιός: производящий плоды (Δημήτηρ Eur.).