μεγαλοφυΐα: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "in de An." to "in de An.") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=megalofyia | |Transliteration C=megalofyia | ||
|Beta Code=megalofui/+a | |Beta Code=megalofui/+a | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[nobleness of nature]], <span class="bibl">Iamb.<span class="title">VP</span>23.103</span> (pl.), Phlp. | |Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[nobleness of nature]], <span class="bibl">Iamb.<span class="title">VP</span>23.103</span> (pl.), Phlp.in de An.529.14, Hsch. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[genius]], [[talent]], Longin.13.2,36.4, <span class="bibl">Apollod.<span class="title">Poliorc.</span>138.16</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:35, 5 July 2020
English (LSJ)
ἡ,
A nobleness of nature, Iamb.VP23.103 (pl.), Phlp.in de An.529.14, Hsch. II genius, talent, Longin.13.2,36.4, Apollod.Poliorc.138.16.
German (Pape)
[Seite 108] ἡ, große, edle Natur, Sp., wie Iambl.; auch = Erhabenheit im Ausdruck, Longin. 13, 12.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλοφυΐα: ἡ, ἡ μεγάλη εὐφυΐα, Ἰάμβλιχ. ἐν βίῳ Πυθ. 103, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
η (ΑM μεγαλοφυΐα) μεγαλοφυής
η ιδιότητα του μεγαλοφυούς, εξαιρετικό πνεύμα, μεγάλη διάνοια, δαιμόνιος νους
νεοελλ.
1. η υψηλότερη μορφή ανάπτυξης τών πνευματικών ικανοτήτων του ατόμου, που ενσαρκώνονται σε δημιουργήματα, επιτεύγματα και ενέργειες θαυμαστής πρωτοτυπίας, εξαιρετικής αξίας και ιστορικής σημασίας
2. το πρόσωπο που είναι προικισμένο με τις ιδιότητες αυτές
μσν.-αρχ.
τιμητικός τίτλος.