κανθηλικός: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
(19)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kanthilikos
|Transliteration C=kanthilikos
|Beta Code=kanqhliko/s
|Beta Code=kanqhliko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">belonging to a pack-saddle</b>, <b class="b3">σαγή</b> prob. in <span class="bibl"><span class="title">PGoodsp.Cair.</span>30xxxviii 16</span> (ii A. D.).</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">belonging to a pack-saddle</b>, [[σαγή]] prob. in <span class="bibl"><span class="title">PGoodsp.Cair.</span>30xxxviii 16</span> (ii A. D.).</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κανθηλικός]], -ή, -όν (Α) [[κανθήλιον]]<br />αυτός που αναφέρεται στο [[κανθήλιο]], στον όνο («[[τιμή]] σάγης κανθηλικῆς» — [[αξία]] σάγματος, σαμαριού όνου].
|mltxt=[[κανθηλικός]], -ή, -όν (Α) [[κανθήλιον]]<br />αυτός που αναφέρεται στο [[κανθήλιο]], στον όνο («[[τιμή]] σάγης κανθηλικῆς» — [[αξία]] σάγματος, σαμαριού όνου].
}}
}}

Revision as of 18:08, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κανθηλικός Medium diacritics: κανθηλικός Low diacritics: κανθηλικός Capitals: ΚΑΝΘΗΛΙΚΟΣ
Transliteration A: kanthēlikós Transliteration B: kanthēlikos Transliteration C: kanthilikos Beta Code: kanqhliko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A belonging to a pack-saddle, σαγή prob. in PGoodsp.Cair.30xxxviii 16 (ii A. D.).

Greek Monolingual

κανθηλικός, -ή, -όν (Α) κανθήλιον
αυτός που αναφέρεται στο κανθήλιο, στον όνο («τιμή σάγης κανθηλικῆς» — αξία σάγματος, σαμαριού όνου].