βάψις: Difference between revisions
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βάψις''': -εως, ἡ, ἡ βύθισις, τὸ βάψιμον, Ἀντιφῶν παρὰ | |lstext='''βάψις''': -εως, ἡ, ἡ βύθισις, τὸ βάψιμον, Ἀντιφῶν παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 169. ΙΙ. [[βαφή]], [[χρῶμα]], Περικτυόνη παρὰ Στοβ. 487. 52. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 20:15, 7 July 2020
English (LSJ)
εως, ἡ,
A dipping, tempering, χαλκοῦ καὶ σιδήρου Antipho Soph. 40. II a dye, Perict. ap. Stob.4.28.19.
German (Pape)
[Seite 440] ἡ, das Eintauchen, a) des Eisens, Stählen, Antipho bei Poll. 7, 169. – b) Färben, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
βάψις: -εως, ἡ, ἡ βύθισις, τὸ βάψιμον, Ἀντιφῶν παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 169. ΙΙ. βαφή, χρῶμα, Περικτυόνη παρὰ Στοβ. 487. 52.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Morfología: [gen. -ιος Perict.p.690]
1 baño, temple χαλκοῦ καὶ σιδήρου Antipho Soph.B 40.
2 tinte, color εἵματα ... ποικίλα ἀπὸ θαλασσίης βάψιος τοῦ κόχλου Perict.l.c.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βάψις -εως, ἡ βάπτω tempering (het onderdompelen van metaal in water om het hard te maken).