δυσαίσθητος: Difference between revisions

From LSJ

ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσαίσθητος''': -ον, [[ἀναίσθητος]], Ἀλέξ. Ἀφροδ. Προβλ. 1. 72· τὸ δυσαίσθητον = [[ἀναισθησία]], Γαλην. 1. 346. ΙΙ. παθητ., ὁ δυσκόλως ὑποπίπτων εἰς τὰς αἰσθήσεις, δυσκόλως ἀνιχνευόμενος, [[Πολυδ]]. Ε΄, 12.
|lstext='''δυσαίσθητος''': -ον, [[ἀναίσθητος]], Ἀλέξ. Ἀφροδ. Προβλ. 1. 72· τὸ δυσαίσθητον = [[ἀναισθησία]], Γαλην. 1. 346. ΙΙ. παθητ., ὁ δυσκόλως ὑποπίπτων εἰς τὰς αἰσθήσεις, δυσκόλως ἀνιχνευόμενος, Πολυδ. Ε΄, 12.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 20:25, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσαίσθητος Medium diacritics: δυσαίσθητος Low diacritics: δυσαίσθητος Capitals: ΔΥΣΑΙΣΘΗΤΟΣ
Transliteration A: dysaísthētos Transliteration B: dysaisthētos Transliteration C: dysaisthitos Beta Code: dusai/sqhtos

English (LSJ)

ον,

   A insensible, σώματα Alex.Aphr.Pr.1.72, cf.Adam.1.7; τὸ δυσαίσθητον, = ἀναισθησία, Gal.4.784.    II Pass., scarcely perceptible, Alex.Aphr.in Sens.85.24; hard to trace, Poll.5.12.

German (Pape)

[Seite 675] 1) unempfindlich, gefühllos, Sp., bes. Medic. – 2) schwer zu bemerken; ἴχνη Poll. 5, 12.

Greek (Liddell-Scott)

δυσαίσθητος: -ον, ἀναίσθητος, Ἀλέξ. Ἀφροδ. Προβλ. 1. 72· τὸ δυσαίσθητον = ἀναισθησία, Γαλην. 1. 346. ΙΙ. παθητ., ὁ δυσκόλως ὑποπίπτων εἰς τὰς αἰσθήσεις, δυσκόλως ἀνιχνευόμενος, Πολυδ. Ε΄, 12.

Spanish (DGE)

-ον
I 1percibido con dificultad, difícilmente perceptible σχήματα Alex.Aphr.in Sens.85.24
difícil de seguir, de rastrear πνεύματα τῶν ἰχνῶν en la caza, Poll.5.12.
2 poco sensible δάκτυλοι Gal.6.434, 8.213, (τὸ ζῷον) δυσαίσθητον ἢ παντελῶς ἀναίσθητον γίγνεται Gal.4.784, σώματα Alex.Aphr.Pr.1.72.
II de pers. incapaz de captar un razonamiento ἀφυὴς ἐγὼ καὶ βραδὺς καὶ δ. Aristo Phil.14.8, cf. Adam.1.7.

Greek Monolingual

δυσαίσθητος, -ον (Α)
1. αναίσθητος
2. εκείνος του οποίου τα αισθητήρια όργανα παρουσιάζουν μειωμένη λειτουργία
3. δυσνόητος
4. δυσεξιχνίαστος.