κατακολούω: Difference between revisions

From LSJ

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατακολούω''': κατακολοβώνω, [[περικόπτω]], Ἑβδ. (Ἱερ. Κ΄, 4), κ. τὸν λόγον, [[ὥσπερ]] τὸ κατακρούειν, καταθορυβεῖν ἐπὶ τοῦ διακόπτειν, [[Πολυδ]]. Η΄, 154.
|lstext='''κατακολούω''': κατακολοβώνω, [[περικόπτω]], Ἑβδ. (Ἱερ. Κ΄, 4), κ. τὸν λόγον, [[ὥσπερ]] τὸ κατακρούειν, καταθορυβεῖν ἐπὶ τοῦ διακόπτειν, Πολυδ. Η΄, 154.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατακολούω]] (Α)<br />[[περικόπτω]], [[διακόπτω]] («κατακολούειν τον λόγον», <b>[[Πολυδ]].</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κολούω]] «[[κόβω]]»].
|mltxt=[[κατακολούω]] (Α)<br />[[περικόπτω]], [[διακόπτω]] («κατακολούειν τον λόγον», <b>Πολυδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κολούω]] «[[κόβω]]»].
}}
}}

Revision as of 20:26, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακολούω Medium diacritics: κατακολούω Low diacritics: κατακολούω Capitals: ΚΑΤΑΚΟΛΟΥΩ
Transliteration A: katakoloúō Transliteration B: katakolouō Transliteration C: katakoloyo Beta Code: katakolou/w

English (LSJ)

   A cut short, Poll.8.154.

German (Pape)

[Seite 1355] verstärktes simplex, LXX; die Rede abbrechen, Poll. 8, 154.

Greek (Liddell-Scott)

κατακολούω: κατακολοβώνω, περικόπτω, Ἑβδ. (Ἱερ. Κ΄, 4), κ. τὸν λόγον, ὥσπερ τὸ κατακρούειν, καταθορυβεῖν ἐπὶ τοῦ διακόπτειν, Πολυδ. Η΄, 154.

Greek Monolingual

κατακολούω (Α)
περικόπτω, διακόπτω («κατακολούειν τον λόγον», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κολούω «κόβω»].