οἰσυουργός: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ζῷον τοῦτο οὐ μονῆρες καὶ αὐθέκαστον, ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόν → this animal is not solitary and self-sufficient, but social and political
(28) |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οἰσυουργός''': -όν, (*[[ἔργω]])= τῷ προηγ. «τὸν οἰσυοπλόκον οἰσυουργὸν καλεῖ Εὔπολις» | |lstext='''οἰσυουργός''': -όν, (*[[ἔργω]])= τῷ προηγ. «τὸν οἰσυοπλόκον οἰσυουργὸν καλεῖ Εὔπολις» Πολυδ. Ζ΄, 176. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[οἰσυουργός]], -όν (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που κατασκευάζει διάφορα σκεύη με κλαδιά λυγαριάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἰσύα]] «το [[φυτό]] [[λυγαριά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>λιν</i>-<i>ουργός</i>]. | |mltxt=[[οἰσυουργός]], -όν (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που κατασκευάζει διάφορα σκεύη με κλαδιά λυγαριάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἰσύα]] «το [[φυτό]] [[λυγαριά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>λιν</i>-<i>ουργός</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:50, 7 July 2020
English (LSJ)
όν,
A working in osier-twigs, Eup.433.
Greek (Liddell-Scott)
οἰσυουργός: -όν, (*ἔργω)= τῷ προηγ. «τὸν οἰσυοπλόκον οἰσυουργὸν καλεῖ Εὔπολις» Πολυδ. Ζ΄, 176.
Greek Monolingual
οἰσυουργός, -όν (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που κατασκευάζει διάφορα σκεύη με κλαδιά λυγαριάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰσύα «το φυτό λυγαριά» + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. λιν-ουργός].