ναυβάτης: Difference between revisions
Βέλτιόν ἐστι σῶμά γ' ἢ ψυχὴν νοσεῖν → It is better to be sick in respect to the body than in respect to the soul → Deterior animi morbus es quam corporis → Am Körper krank zu sein ist besser als an der Seel'
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ναυβάτης''': [ᾰ], -ου, ὁ, (βαίνω), νεὼς [[ἐπιβάτης]], [[πλωτήρ]], [[ἐπιβάτης]] πλοίου, Ἡρόδ. 1. 143, Αἰσχύλ. Πέρσ. 1001, Σοφ. Φιλ. 301, 540, Θουκ. 1. 121, κ. ἀλλ. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ν. στρατὸς Αἰσχύλ. Ἀγ. 987· ὁπλισμοὶ [[αὐτόθι]] 405· ν. [[στόλος]] Σοφ. Φιλ. 270· ν. λεὼς Εὐρ. Ι. Α. 264· ν. [[ἀνήρ]], περιληπτικῶς ἀντὶ τοῦ ναυβάται, Αἰσχύλ. Πέρσ. 375· - κατὰ τὸν | |lstext='''ναυβάτης''': [ᾰ], -ου, ὁ, (βαίνω), νεὼς [[ἐπιβάτης]], [[πλωτήρ]], [[ἐπιβάτης]] πλοίου, Ἡρόδ. 1. 143, Αἰσχύλ. Πέρσ. 1001, Σοφ. Φιλ. 301, 540, Θουκ. 1. 121, κ. ἀλλ. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ν. στρατὸς Αἰσχύλ. Ἀγ. 987· ὁπλισμοὶ [[αὐτόθι]] 405· ν. [[στόλος]] Σοφ. Φιλ. 270· ν. λεὼς Εὐρ. Ι. Α. 264· ν. [[ἀνήρ]], περιληπτικῶς ἀντὶ τοῦ ναυβάται, Αἰσχύλ. Πέρσ. 375· - κατὰ τὸν Πολυδ. Α΄, 95: «[[περίνεως]]· οὕτω δ’ ἐκάλεσε (ὁ [[Θουκυδίδης]] δηλ.) τοὺς ἄλλους ἐπιβάτας. τούτους δ’ ἂν καὶ πλωτῆρας καλοῖεν· τὸ γὰρ ναυβάτας ὀνομάζειν τραγικώτερον, βέλτιον δὲ τὸ ἐπιβεβηκότας καὶ ἐμπλέοντας, [[μάλιστα]] δὲ ἐπιβάτας». | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 20:55, 7 July 2020
English (LSJ)
ου, ὁ, (βαίνω)
A seafarer, seaman, Hdt.1.143, A.Pers.1011 (lyr.), S.Ph.301, 540, Th.1.121, Rev.Bibl.14.290 (Megiste), etc. II as Adj., ν. στρατός A.Ag.987 (lyr.); ὁπλισμοί ib.405 (lyr.); ν. στόλος S.Ph.270; ν. λεώς E.IA294 (lyr.); ν. ἀνήρ collective for ναυβάται, A.Pers.375.
German (Pape)
[Seite 230] ὁ, der ein Schiff bestiegen hat, ein Schiffer; ἀνήρ, Aesch. Pers. 367, öfter; στρατός, Ag. 960; auch ὁπλισμοί, 393; νεὼς σῆς ναυβάτης, Soph. Phil. 536, öfter; auch ναυβάτῃ στόλῳ, ih. 270; ναυβάταν λεών, Eur. I. A. 294, öfter; Her. 1, 143 u. Folgde; ξένοι, Miethstruppen zur See, Thuc. 1, 121.
Greek (Liddell-Scott)
ναυβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, (βαίνω), νεὼς ἐπιβάτης, πλωτήρ, ἐπιβάτης πλοίου, Ἡρόδ. 1. 143, Αἰσχύλ. Πέρσ. 1001, Σοφ. Φιλ. 301, 540, Θουκ. 1. 121, κ. ἀλλ. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ν. στρατὸς Αἰσχύλ. Ἀγ. 987· ὁπλισμοὶ αὐτόθι 405· ν. στόλος Σοφ. Φιλ. 270· ν. λεὼς Εὐρ. Ι. Α. 264· ν. ἀνήρ, περιληπτικῶς ἀντὶ τοῦ ναυβάται, Αἰσχύλ. Πέρσ. 375· - κατὰ τὸν Πολυδ. Α΄, 95: «περίνεως· οὕτω δ’ ἐκάλεσε (ὁ Θουκυδίδης δηλ.) τοὺς ἄλλους ἐπιβάτας. τούτους δ’ ἂν καὶ πλωτῆρας καλοῖεν· τὸ γὰρ ναυβάτας ὀνομάζειν τραγικώτερον, βέλτιον δὲ τὸ ἐπιβεβηκότας καὶ ἐμπλέοντας, μάλιστα δὲ ἐπιβάτας».
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
1 qui monte sur un vaisseau, passager ou matelot;
2 naval, maritime.
Étymologie: ναῦς, βαίνω.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ναυβάτης, Α ποιητ. τ. νηοβάτης, Μ θηλ. ναυβάτις)
αυτός που επιβαίνει σε πλοίο, ο επιβάτης πλοίου
νεοελλ.
αυτός που ανήκει σε πλήρωμα πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νηός «πλοίο» + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. κτηνο-βάτης, στυλο-βάτης.
Greek Monotonic
ναυβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (βαίνω)·
I. επιβάτης πλοίου, ναυτικός, σε Ηρόδ., Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.
II. ως επίθ., ναυβάτης στρατός, σε Αισχύλ.· ναυβάτης στόλος, σε Σοφ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ναυβάτης: (ᾰ) плывущий на корабле, движущийся по морю (στρατός, ὁπλισμοί Aesch.; λεώς Eur.): ν. ἀνήρ Aesch. собир. моряки, мореходы; ν. στόλος Soph. морской поход; ναυβάται ξένοι Thuc. морские наемные войска.
ου ὁ морской путешественник, мореплаватель, мореход Her., Soph. etc.
Middle Liddell
νᾰυ-βάτης, ου, ὁ, βαίνω
I. a "ship-goer," a seaman, Hdt., Aesch., Soph., etc.
II. as adj., ν. στρατός Aesch.; στόλος Soph., etc.