δυσωρέομαι: Difference between revisions
κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dysoreomai | |Transliteration C=dysoreomai | ||
|Beta Code=duswre/omai | |Beta Code=duswre/omai | ||
|Definition=(ὤρα) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[keep painful watch]], ὡς δὲ κύνες περὶ μῆλα δυσωρήσονται ἐν αὐλῇ <span class="bibl">Il.10.183</span>; but Apollon.<span class="title">Lex.</span> read | |Definition=(ὤρα) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[keep painful watch]], ὡς δὲ κύνες περὶ μῆλα δυσωρήσονται ἐν αὐλῇ <span class="bibl">Il.10.183</span>; but Apollon.<span class="title">Lex.</span> read [[δυσωρήσωσιν]], cf. Hsch., <span class="title">EM</span>292.49.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 22:55, 7 July 2020
English (LSJ)
(ὤρα)
A keep painful watch, ὡς δὲ κύνες περὶ μῆλα δυσωρήσονται ἐν αὐλῇ Il.10.183; but Apollon.Lex. read δυσωρήσωσιν, cf. Hsch., EM292.49.
Greek (Liddell-Scott)
δυσωρέομαι: μέλλ. -ήσομαι , ἀποθ. (ὦρος οὖρος,ὤρα)· -φυλάττω ἐπίπονον φυλακήν, δυσφυλακῶ, κακοπαθῶ ἐν τῷ φυλάττειν, ὡς δὲ κύνες περὶ μῆλα δυσωρήσονται ἐν αὐλῇ Ἰλ. Κ. 183· ἀλλ' ὁ Ἀπολλών. ἐν Λεξ. ἀνεγίνωσκε δυσωρήσωσιν (ἐν τῷ ἐνεργ. τύπῳ), ἴδε Spitzn. ἐν τόπῳ καὶ Κόντ. Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 298.
Spanish (DGE)
vigilar con dificultad, montar una guardia penosa ὡς δὲ κύνες περὶ μῆλα δυσωρήσωνται ἐν αὐλῇ Il.10.183.
Greek Monotonic
δυσωρέομαι: μέλ. -ήσομαι (ὦρος = οὖρος, φύλακας, παρατηρητής), κρατώ επίπονη, κοπιαστική φρουρά, επιτηρώ με μόχθο, με κόπο, σε Ομήρ. Ιλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δυσωρέομαι [δυσ-, οὖρος / ὦρος: wachter] met moeite, onrustig waken:. ὡς δὲ κύνες περὶ μῆλα δυσωρήσωνται ἐν αὐλῇ zoals wanneer honden in de hof onrustig de wacht houden over de schapen Il. 10.183.