φάραι: Difference between revisions
From LSJ
Michael Apostolius Paroemiographus, Paroemiae
(44) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=farai | |Transliteration C=farai | ||
|Beta Code=fa/rai | |Beta Code=fa/rai | ||
|Definition=<b class="b3">ὑφαίνειν, πλέκειν</b>, Hsch. φαραιδάκη· | |Definition=<b class="b3">ὑφαίνειν, πλέκειν</b>, Hsch. φαραιδάκη· [[μυρίκη]], Id. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὑφαίνειν, πλέκειν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τ. άγνωστης ετυμολ. και αμφίβολης σημ. που παραδίδει ο Ησύχιος. Τόσο η [[ερμηνεία]] της λ. με ενεστωτικούς τ. «ὑφαίνειν, πλέκειν», [[παρά]] τη [[μορφή]] της που θυμίζει [[απαρέμφατο]] αορίστου, όσο και το ότι το [[λήμμα]] βρίσκεται στη σωστή αλφαβητική του [[θέση]] δυσχεραίνει πολύ την ετυμολογική του [[προσέγγιση]]. Κατά μία [[άποψη]], ο τ. θεωρείται παρεφθαρμένος και έχει προταθεί η [[διόρθωση]] του σε <i>φᾱναι</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὑφᾱναι</i> με [[υφαίρεση]], <b>πρβλ.</b> <i>φαδιάσαι</i>). Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], του τ. [[είτε]] με τη λ. <i>φᾱρος</i> «ύφασμα» [[είτε]] με τη λ. [[φορμός]] δεν θεωρείται πιθανή]. | |mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὑφαίνειν, πλέκειν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τ. άγνωστης ετυμολ. και αμφίβολης σημ. που παραδίδει ο Ησύχιος. Τόσο η [[ερμηνεία]] της λ. με ενεστωτικούς τ. «ὑφαίνειν, πλέκειν», [[παρά]] τη [[μορφή]] της που θυμίζει [[απαρέμφατο]] αορίστου, όσο και το ότι το [[λήμμα]] βρίσκεται στη σωστή αλφαβητική του [[θέση]] δυσχεραίνει πολύ την ετυμολογική του [[προσέγγιση]]. Κατά μία [[άποψη]], ο τ. θεωρείται παρεφθαρμένος και έχει προταθεί η [[διόρθωση]] του σε <i>φᾱναι</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὑφᾱναι</i> με [[υφαίρεση]], <b>πρβλ.</b> <i>φαδιάσαι</i>). Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], του τ. [[είτε]] με τη λ. <i>φᾱρος</i> «ύφασμα» [[είτε]] με τη λ. [[φορμός]] δεν θεωρείται πιθανή]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:45, 8 July 2020
English (LSJ)
ὑφαίνειν, πλέκειν, Hsch. φαραιδάκη· μυρίκη, Id.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «ὑφαίνειν, πλέκειν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. άγνωστης ετυμολ. και αμφίβολης σημ. που παραδίδει ο Ησύχιος. Τόσο η ερμηνεία της λ. με ενεστωτικούς τ. «ὑφαίνειν, πλέκειν», παρά τη μορφή της που θυμίζει απαρέμφατο αορίστου, όσο και το ότι το λήμμα βρίσκεται στη σωστή αλφαβητική του θέση δυσχεραίνει πολύ την ετυμολογική του προσέγγιση. Κατά μία άποψη, ο τ. θεωρείται παρεφθαρμένος και έχει προταθεί η διόρθωση του σε φᾱναι (< ὑφᾱναι με υφαίρεση, πρβλ. φαδιάσαι). Η σύνδεση, τέλος, του τ. είτε με τη λ. φᾱρος «ύφασμα» είτε με τη λ. φορμός δεν θεωρείται πιθανή].