δημοειδής: Difference between revisions
From LSJ
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - ",[[" to ", [[") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δημοειδής''': -ές, [[χυδαῖος]],[[ταπεινός]], [[κιβδηλία]] Ἱππ. Ἄρθρ.837. | |lstext='''δημοειδής''': -ές, [[χυδαῖος]], [[ταπεινός]], [[κιβδηλία]] Ἱππ. Ἄρθρ.837. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 08:35, 16 July 2020
English (LSJ)
ές,
A vulgar, κιβδηλίη Hp.Art.78.
German (Pape)
[Seite 563] ές, volksmäßig. gemein, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
δημοειδής: -ές, χυδαῖος, ταπεινός, κιβδηλία Ἱππ. Ἄρθρ.837.
Spanish (DGE)
-ές
• Alolema(s): δημιοειδής l. de Apollon.Cit.3.28 a Hp.Art.78
popular, vulgar κιβδηλίη Hp.l.c.
Greek Monolingual
δημοειδής, -ές (Α)
χυδαίος, ταπεινός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δημοειδής -ές [δῆμος, εἶδος] vulgair.