ουρώ: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230
m (Text replacement - "ροῡμαι" to "οῦμαι")
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />(Α οὐρῶ, -έω)<br /><b>1.</b> [[αποβάλλω]] τα [[ούρα]], [[κατουρώ]]<br /><b>2.</b> [[αποβάλλω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με τα [[ούρα]] («ούρησε [[αίμα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>παθ.</b> <i>οὐοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />[[προκαλώ]] την [[έκκριση]] ούρων, [[είμαι]] [[διουρητικός]]<br /><b>2.</b> (η μτχ. του ουδ. του μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ οὐρούμενον</i><br />το [[ούρημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το θαμιστικό-επιτακτικό ρ. <i>οὐρῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>Fορσέω</i>) ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>uer</i>-<i>s</i> «[[βροχή]], [[δρόσος]]» (<b>πρβλ.</b> [[ἔρση]], [[οὐρανός]]) και αντιστοιχεί με το αρχ. ινδ. <i>varsati</i> «βρέχει» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>varsa</i>- «[[βροχή]]» και <i>v</i><i>ā</i><i>r</i>(<i>i</i>) «[[νερό]]»). Το ρ. <i>οὐρῶ</i> με τη σημ. «[[κατουρώ]]» χρησιμοποιήθηκε στην Ελληνική ως ευφημιστικό του ρήματος [[ὀμείχω]] «[[ουρώ]]». Το ρ. <i>οὐρῶ</i>, [[τέλος]], συνδέεται, αν και όχι άμεσα, με το λατ. <i>urina</i> «[[ούρο]]»].<br /> <b>(II)</b><br />οὐρῶ, -έω (Α) [[[ούρος]] (Ι)]<br />[[είμαι]] [[άγρυπνος]] [[φύλακας]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />(Α [[οὐρῶ]], [[οὐρέω]])<br /><b>1.</b> [[αποβάλλω]] τα [[ούρα]], [[κατουρώ]]<br /><b>2.</b> [[αποβάλλω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με τα [[ούρα]] («ούρησε [[αίμα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>παθ.</b> <i>οὐροῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />[[προκαλώ]] την [[έκκριση]] ούρων, [[είμαι]] [[διουρητικός]]<br /><b>2.</b> (η μτχ. του ουδ. του μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ οὐρούμενον</i><br />το [[ούρημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το θαμιστικό-επιτακτικό ρ. <i>οὐρῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>Fορσέω</i>) ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>uer</i>-<i>s</i> «[[βροχή]], [[δρόσος]]» (<b>πρβλ.</b> [[ἔρση]], [[οὐρανός]]) και αντιστοιχεί με το αρχ. ινδ. <i>varsati</i> «βρέχει» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>varsa</i>- «[[βροχή]]» και <i>v</i><i>ā</i><i>r</i>(<i>i</i>) «[[νερό]]»). Το ρ. <i>οὐρῶ</i> με τη σημ. «[[κατουρώ]]» χρησιμοποιήθηκε στην Ελληνική ως ευφημιστικό του ρήματος [[ὀμείχω]] «[[ουρώ]]». Το ρ. <i>οὐρῶ</i>, [[τέλος]], συνδέεται, αν και όχι άμεσα, με το λατ. <i>urina</i> «[[ούρο]]»].<br /> <b>(II)</b><br />οὐρῶ, -έω (Α) [[[ούρος]] (Ι)]<br />[[είμαι]] [[άγρυπνος]] [[φύλακας]].
}}
}}

Latest revision as of 18:34, 24 October 2020

Greek Monolingual

(I)
οὐρῶ, οὐρέω)
1. αποβάλλω τα ούρα, κατουρώ
2. αποβάλλω κάτι μαζί με τα ούρα («ούρησε αίμα»)
αρχ.
1. παθ. οὐροῦμαι, -έομαι
προκαλώ την έκκριση ούρων, είμαι διουρητικός
2. (η μτχ. του ουδ. του μέσ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ οὐρούμενον
το ούρημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το θαμιστικό-επιτακτικό ρ. οὐρῶ (< Fορσέω) ανάγεται σε ΙΕ ρίζα uer-s «βροχή, δρόσος» (πρβλ. ἔρση, οὐρανός) και αντιστοιχεί με το αρχ. ινδ. varsati «βρέχει» (πρβλ. αρχ. ινδ. varsa- «βροχή» και vār(i) «νερό»). Το ρ. οὐρῶ με τη σημ. «κατουρώ» χρησιμοποιήθηκε στην Ελληνική ως ευφημιστικό του ρήματος ὀμείχω «ουρώ». Το ρ. οὐρῶ, τέλος, συνδέεται, αν και όχι άμεσα, με το λατ. urina «ούρο»].
(II)
οὐρῶ, -έω (Α) [[[ούρος]] (Ι)]
είμαι άγρυπνος φύλακας.