γαλακτοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=galaktoforos
|Transliteration C=galaktoforos
|Beta Code=galaktofo/ros
|Beta Code=galaktofo/ros
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[giving milk]], PLond.1.3.22 (ii B. C.), <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>3.3.4</span>, <span class="bibl">Opp.<span class="title">C.</span>1.443</span>; of food, [[causing an abundant flow of milk]], Sch.<span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>553</span>.</span>
|Definition=ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[giving milk]], PLond.1.3.22 (ii B. C.), <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>3.3.4</span>, <span class="bibl">Opp.<span class="title">C.</span>1.443</span>; of food, [[causing an abundant flow of milk]], Sch.<span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>553</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 17:05, 10 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾰλακτοφόρος Medium diacritics: γαλακτοφόρος Low diacritics: γαλακτοφόρος Capitals: ΓΑΛΑΚΤΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: galaktophóros Transliteration B: galaktophoros Transliteration C: galaktoforos Beta Code: galaktofo/ros

English (LSJ)

ον,    A giving milk, PLond.1.3.22 (ii B. C.), J.BJ3.3.4, Opp.C.1.443; of food, causing an abundant flow of milk, Sch.Nic.Th.553.

German (Pape)

[Seite 471] Milch tragend, habend, Opp. C. 1, 442; τιθῆναι Nic. Th. 554 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

γᾰλακτοφόρος: -ον, ὁ φέρων ἢ παράγων γάλα, Ἰώσηπ. Π. Ι. 3. 3, 4. Ὀππ. Κ. 1. 443· τιθῆναι Νίκ. Θ. 554.

Spanish (DGE)

(γᾰλακτοφόρος) -ον
I 1que da leche κτήνη I.BI 3.50, τιθῆναι Opp.C.1.443, κούρη Nonn.D.30.167.
2 que hace dar leche en abundancia πράσιος Sch.Nic.Th.553.
II subst.
1 ὁ γ. lechero, UPZ 175a.22, 180a.35.6, OBodl.1.304 (todos II a.C.).
2 dud. τὸ γαλακτοφόρον recipiente o jarra para leche, POxy.521.24, cf. 22 (II d.C.), cf. γλα<κ>τοφόρος.

Greek Monolingual

-ο (AM γαλακτοφόρος, -ον)
1. (για μητέρα ή τροφό ή θηλυκό ζώο) αυτή που παράγει γάλα
2. (για ουσίες ή τροφές) ο γαλακταγωγός
νεοελλ.
1. το ουδ. εν. ως ουσ. α) γαλακτοφόρο, το
κύτταρο ή σύμπλεγμα κυττάρων που συνδέονται μεταξύ τους και περιέχουν γαλακτικό χυμό
β) γυάλινο δοχείο που χρησιμοποιείται ως θήλαστρο
3. φρ. «γαλακτοφόρος πόρος» (και ως ουσ. γαλακτοφόρος, ο)
εκφορητικός πόρος στον οποίο συμβάλλουν πολλοί μεσολόβιοι πόροι τών αδένων του μαστού.