γεννήτρια: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
m (Text replacement - "˙" to "·") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=gennitria | |Transliteration C=gennitria | ||
|Beta Code=gennh/tria | |Beta Code=gennh/tria | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense" | |Definition=ἡ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> = [[γεννήτειρα]], [[δικῶν]] <span class="bibl">Phryn.<span class="title">PS</span>p.62</span> B.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:20, 10 December 2020
English (LSJ)
ἡ, A = γεννήτειρα, δικῶν Phryn.PSp.62 B.
German (Pape)
[Seite 483] ἡ, fem. zu γεννητής, B. A. 35; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
γεννήτρια: ἡ, = γεννήτειρα, Ἀχμέτ Ὀνειρ. 235, Α. Β. 35·― καὶ γεννητρίς, Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 195.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
engendradora, madre Sch.Er.Il.22.82-3
•fig. c. gen. causa, fuente de δικῶν καὶ συκοφαντιῶν Phryn.PS 62, παρρησία ... γ. ... πάντων τῶν παθῶν Dor.Ab.Doct.4.52.
Greek Monolingual
και γεννήτρα, η (AM γεννήτρια)
1. η μητέρα
2. η πηγή από την οποία εκπηγάζει κάτι
νεοελλ.
συσκευή ή μηχανή με την οποία παράγεται ηλεκτρική ενέργεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του γεννήτωρ.