εὔκολλος: Difference between revisions
From LSJ
Σαυτὸν φύλαττε τοῖς τροποῖς ἐλεύθερον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Bewahre deine Freiheit dir durch deine Art
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eykollos | |Transliteration C=eykollos | ||
|Beta Code=eu)/kollos | |Beta Code=eu)/kollos | ||
|Definition=ον, (κόλλα) <span class="sense" | |Definition=ον, (κόλλα) <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[gluing well]], [[sticky]], ἰκμάς <span class="title">AP</span>6.109 (Antip.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 21:03, 10 December 2020
English (LSJ)
ον, (κόλλα) A gluing well, sticky, ἰκμάς AP6.109 (Antip.).
German (Pape)
[Seite 1075] δρυὸς ἰκμάς, gut leimend, Ant. Sid. 17 (VI, 109).
Greek (Liddell-Scott)
εὔκολλος: -ον, (κόλλα) καλῶς συγκολλῶν, κολλητικός, Ἀνθ. Π. 6. 109.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui colle bien.
Étymologie: εὖ, κόλλα.
Greek Monolingual
εὔκολλος, -ον (Α)
αυτός που συγκολλά κάτι καλά, με τον οποίο εύκολα συγκολλάται κάτι, ο συγκολλητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κολλος (< κολλώ), πρβλ. ά-κολλος, αμφί-κολλος].
Greek Monotonic
εὔκολλος: -ον (κόλλα), αυτός που κολλάει καλά, κολλητικός, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
εὔκολλος: очень клейкий, липкий (δρυὸς ἰκμάς Anth.).