κακοτεχνής: Difference between revisions
From LSJ
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
(1ab) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kakotechnis | |Transliteration C=kakotechnis | ||
|Beta Code=kakotexnh/s | |Beta Code=kakotexnh/s | ||
|Definition=ές, <span class="sense" | |Definition=ές, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> = [[κακότεχνος]], <span class="bibl">Luc. <span class="title">Cal.</span>10</span> (Comp.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 22:20, 10 December 2020
English (LSJ)
ές, A = κακότεχνος, Luc. Cal.10 (Comp.).
German (Pape)
[Seite 1304] ές, = κακότεχνος, im compar., ζηλοτυπίαι κακοτεχνέστεραι Luc. Calumn. 12.
Greek (Liddell-Scott)
κακοτεχνής: -ές, ἴδε κακότεχνος ἐν τέλει.
Greek Monolingual
-ές (Α κακοτεχνής, -ές)
κακότεχνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -τεχνής (< τέχνη), πρβλ. πολυ-τεχνής].
Greek Monotonic
κᾰκοτεχνής: -ές, βλ. κακότεχνος.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκοτεχνής: Luc. (только compar. κακοτεχνέστερος) = κακότεχνος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακοτεχνής -ές [κακός, τέχνη] boosaardig.
Middle Liddell
κᾰκοτεχνής, ές [v. κακότεχνος fin.]