νηλεόποινος: Difference between revisions
Νέοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστιν τοῦ λαλεῖν → Sermone melius est iuveni silentium → Es schweigen besser, statt zu schwätzen, junge Leut'
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nileopoinos | |Transliteration C=nileopoinos | ||
|Beta Code=nhleo/poinos | |Beta Code=nhleo/poinos | ||
|Definition=ον, <span class="sense" | |Definition=ον, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[punishing ruthlessly]], epith. of the [[Κῆρες]], <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>217</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 13:44, 11 December 2020
English (LSJ)
ον, A punishing ruthlessly, epith. of the Κῆρες, Hes.Th.217.
Greek (Liddell-Scott)
νηλεόποινος: -ον, ὁ ἄνευ ἐλέους, ἀσπλάγχνως τιμωρῶν, ἐπίθετον τῶν Κηρῶν, Ἡσ. Θ. 217: μνημονεύεται ἐκ τῶν τοῦ Στοβ. Ἐκλογ. 2. 9, ἠλεόποινοι, αἱ τιμωροῦσαι τὴν μωρίαν, καὶ ὁμοία διάφ. γραφ. ἀπαντᾷ ἐν Ὀρφ. Ἀργ. 1362: ὁ Ruhnk. προτιμᾷ τὴν γραφὴν νηλιτόποινος, ὁ τιμωρῶν τὸν ἔνοχον.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui châtie sans pitié.
Étymologie: νηλεής, ποινή.
Greek Monolingual
νηλεόποινος, -ον (Α)
(επίθ. για τις Κῆρες, αδελφές του Θανάτου, κόρες της Νυκτός) αυτός που τιμωρεί χωρίς έλεος, σκληρά, άσπλαχνα («καὶ Μοίρας και Κῆρας ἐγείνατο νηλεοποίνους», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νηλεής «άσπλαχνος» + -ποινος (< ποινή), πρβλ. νή-ποινος, υστερό-ποινος].
Greek Monotonic
νηλεόποινος: -ον (ποινή), αυτός που τιμωρεί χωρίς οίκτο, που τιμωρεί χωρίς έλεος, επίθ. των Κηρών, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
νηλεόποινος: безжалостно карающий (Κῆρες Hes.).
Middle Liddell
νηλεό-ποινος, ον, ποινή
punishing without pity, ruthlessly punishing, Hes.