πλωάς: Difference between revisions
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ploas | |Transliteration C=ploas | ||
|Beta Code=plwa/s | |Beta Code=plwa/s | ||
|Definition=άδος, ἡ<b class="b3">, (πλώω)</b> <span class="sense" | |Definition=άδος, ἡ<b class="b3">, (πλώω)</b> <span class="sense"> <span class="bld">A</span> = [[πλώουσα]], [[sailing]] or [[floating about]], ὄρνιθες <span class="bibl">A.R.2.1053</span> (<span class="bibl"><span class="title">EM</span>731.40</span>, but [[πλωίδας]] codd.):—also πλωϊάδες νεφέλαι Thphr. ap. Plu.2.292c; αἱ πλωάδες [[νῆσοι]] ([[πλοάδες]] codd.) <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[floating]] islands in Lake Copais, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>4.10.2</span>, <span class="bibl">4.12.4</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:45, 11 December 2020
English (LSJ)
άδος, ἡ, (πλώω) A = πλώουσα, sailing or floating about, ὄρνιθες A.R.2.1053 (EM731.40, but πλωίδας codd.):—also πλωϊάδες νεφέλαι Thphr. ap. Plu.2.292c; αἱ πλωάδες νῆσοι (πλοάδες codd.) A floating islands in Lake Copais, Thphr.HP4.10.2, 4.12.4.
German (Pape)
[Seite 639] ἡ, = πλώουσα, Sp., die schwimmende, herumirrende, unstäte, νεφέλη, s. das Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
πλωάς: -άδος, ἡ, (πλώω) = πλώουσα, ἡ πλέουσα ἢ ἐπιπλέουσα, ὄρνιθες Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1054 (ἴδε ἐν λ. πτωκάς)· οὕτω, πλωϊάδες νεφέλαι Θεόφρ. παρὰ Πλουτ. 2. 292C· αἱ πλοάδες νῆσοι (ἀναγν. πλωάδες), αἱ τῶν Ἁρπυιῶν νῆσοι ἐν τῷ Αἰγαίῳ, αἱ μετὰ ταῦτα κληθεῖσαι Στροφάδες, ὁ αὐτ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 10, 2., 4. 12, 4.
Greek Monolingual
και πλωϊάς, -άδος, ἡ, Α
1. αυτή που πλέει, η επιπλέουσα
2. αυτή που ταξιδεύει, η περιπλανώμενη
3. (ως κύριο ὁν.) Πλωάς ή Πλωϊάς
ονομασία του αστερισμού Μεγάλη Άρκτος
4. φρ. α) «πλωϊάδες νεφέλαι» — περιφερόμενα σύννεφα
β) «πλωάδες νῆσοι» — τα νησιά όπου κατοικούσαν οι Άρπυιες, οι Στροφάδες Νήσοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλω- του πλώω «πλέω» + επίθημα -(ι)άς (πρβλ. λειμων-ιάς)].