πολυτέχνης: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polytechnis | |Transliteration C=polytechnis | ||
|Beta Code=polute/xnhs | |Beta Code=polute/xnhs | ||
|Definition=ον, ὁ, <span class="sense" | |Definition=ον, ὁ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[skilled in divers arts]], Ἥφαιστος <span class="bibl">Sol.13.49</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:05, 11 December 2020
English (LSJ)
ον, ὁ, A skilled in divers arts, Ἥφαιστος Sol.13.49.
German (Pape)
[Seite 674] ὁ, der sich auf viele Künste Verstehende, Hephästus, Sol. 5, 49.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠτέχνης: -ου, ὁ, ὁ ἐν πολλαῖς τέχναις ἠσκημένος, Σόλων 12. 49.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
habile en beaucoup d’arts.
Étymologie: πολύς, τέχνη.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που γνωρίζει πολλές τέχνες, ο ασκημένος σε πολλές τέχνες, πολυτεχνίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -τέχνης (< τέχνη), πρβλ. αριστο-τέχνης. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημασία].
Greek Monotonic
πολῠτέχνης: -ου, ὁ, επιδέξιος σε διάφορες τέχνες, σε Σόλωνα.