ποσίνδα: Difference between revisions
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=posinda | |Transliteration C=posinda | ||
|Beta Code=posi/nda | |Beta Code=posi/nda | ||
|Definition=Adv., (πόσος) <span class="sense" | |Definition=Adv., (πόσος) <span class="sense"> <span class="bld">A</span> <b class="b2">how many times?</b> <b class="b3">π. παίζειν</b>, = [[ἀρτιάζειν]], [[play morra]], <span class="bibl">X.<span class="title">Eq.Mag.</span>5.10</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 18:20, 11 December 2020
English (LSJ)
Adv., (πόσος) A how many times? π. παίζειν, = ἀρτιάζειν, play morra, X.Eq.Mag.5.10.
Greek (Liddell-Scott)
ποσίνδα: Ἐπίρρ. (πόσος) ποσάκις; π. παίζειν = ἀρτιάζειν, Λατ. ludere par impar, παιδιὰ καθ’ ἣν ὁ μὲν ἐκτείνει ταχέως δακτύλους τινὰς τῆς ἑαυτοῦ χειρὸς κεκλεισμένης οὔσης, ὁ δὲ ἕτερος ὀφείλει νὰ εἴπῃ ἀμέσως τὸ πόσοι εἶναι οἱ ἐκτεινόμενοι δάκτυλοι, Ξεν. Ἱππαρχ. 5. 10, ἐκ διορθώσεως τοῦ L. Dind. ἐκ τῶν Θεογνώστου Καν. 164· πρβλ. βασιλίνδα.
French (Bailly abrégé)
adv.
(jouer) à combien (de fèves on a dans la main).
Étymologie: πόσος, -ινδα.
Greek Monolingual
Α
επίρρ.
1. πόσες φορές
2. φρ. «ποσίνδα παίζειν» — ονομασία παιχνιδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόσος + επιρρμ. κατάλ. -ίνδα (πρβλ. κρυπτ-ίνδα)].
Greek Monotonic
ποσίνδα: επίρρ. (πόσος), πόσες φορές; ποσίνδα παίζειν = ἀρτιάζειν, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ποσίνδα: adv. сколько раз или штук: π. παίζειν Xen. играть в отгадывание числа (зажатых в руке предметов).