συγκαταθετικός: Difference between revisions
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sygkatathetikos | |Transliteration C=sygkatathetikos | ||
|Beta Code=sugkataqetiko/s | |Beta Code=sugkataqetiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense" | |Definition=ή, όν, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[assenting]], [[approving]], <span class="bibl">Chrysipp.Stoic.2.40</span>, Plu.2.1122b, <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>1.17.22</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[affirmative]], Suid. s.v. [[ἀππαπαῖ]]. Adv. -κῶς <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>1.14.7</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 23:10, 11 December 2020
English (LSJ)
ή, όν, A assenting, approving, Chrysipp.Stoic.2.40, Plu.2.1122b, Arr.Epict.1.17.22. 2 affirmative, Suid. s.v. ἀππαπαῖ. Adv. -κῶς Arr.Epict.1.14.7.
German (Pape)
[Seite 964] ή, όν, zustimmend, beifällig, κίνημα, Plut. adv. Colot. 26.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαταθετικός: -ή, -όν, ὁ συγκατατιθέμενος, ἐπιδοκιμάζων, συγκατανεύων, Πλουτ. 2. 1122Β· καταφατικὸς ἢ βεβαιωτικός, Σουΐδ. ἐν λ. ἀππαπαί. Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 14, 4.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
approbatif.
Étymologie: συγκατάθεσις.
Greek Monolingual
-ή, -ό / συγκαταθετικός, -ή, -όν, ΝΑ συγκατατίθημι
1. αυτός που συγκατατίθεται, που αποδέχεται, που επιδοκιμάζει («οὔπω δὲ συγκαταθετικὸς [ὁ νοῡς] τῶν ἀεὶ γινομένων, ἐὰν μὴ θέλῃ ὁ ἄνθρωπος», Επιφάν.)
2. καταφατικός, βεβαιωτικός.
επίρρ...
συγκαταθετικώς / συγκαταθετικῶς ΝΑ, και συγκαταθετικά Ν
με συγκατάθεση, επιδοκιμαστικά.
Russian (Dvoretsky)
συγκαταθετικός: филос. выражающий признание, утверждающий (τῆς ψυχῆς κίνημα Plut.).