τρισκατάρατος: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=triskataratos
|Transliteration C=triskataratos
|Beta Code=triskata/ratos
|Beta Code=triskata/ratos
|Definition=[ᾰρ], ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[thrice-accursed]], <span class="bibl">D.25.82</span>, <span class="bibl">Men.71</span>, <span class="bibl"><span class="title">Epit.</span>540</span>.</span>
|Definition=[ᾰρ], ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[thrice-accursed]], <span class="bibl">D.25.82</span>, <span class="bibl">Men.71</span>, <span class="bibl"><span class="title">Epit.</span>540</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 09:10, 12 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρισκατάρᾱτος Medium diacritics: τρισκατάρατος Low diacritics: τρισκατάρατος Capitals: ΤΡΙΣΚΑΤΑΡΑΤΟΣ
Transliteration A: triskatáratos Transliteration B: triskataratos Transliteration C: triskataratos Beta Code: triskata/ratos

English (LSJ)

[ᾰρ], ον,    A thrice-accursed, D.25.82, Men.71, Epit.540.

Greek (Liddell-Scott)

τρισκᾰτάρᾱτος: -ον, ὡς καὶ νῦν, τρὶς κατηραμένος, Δημ. 794. 24· τρισκαταράτων πάντων Ἀρχέστρατος παρ’ Ἀθηναίῳ 311C, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
trois fois digne d’être maudit.
Étymologie: τρίς, κατάρατος.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρισκατάρατος, -ον, ΝΜΑ, και τρικατάρατος Α
τρεις φορές καταραμένος, επικατάρατος
νεοελλ.-μσν.
το αρσ. ως ουσ. ο αντίχριστος, ο διάβολος
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο τρισκατάρατος
μτφ. άνθρωπος δόλιος, σατανικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρισ- / τρι- + κατάρατος «μισητός» (< καταρῶμαι), πρβλ. παγ-κατάρατος.

Greek Monotonic

τρισκᾰτάρᾱτος: -ον, τρεῖς φορές καταραμένος, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

τρισκᾰτάρᾱτος: (τᾰ) трижды проклятый, треклятый Dem., Men., Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρισ-κατάρατος -ον driewerf vervloekt.

Middle Liddell

τρισ-κᾰτάρᾱτος, ον,
thrice-accursed, Dem.