φιλοπότης: Difference between revisions
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=filopotis | |Transliteration C=filopotis | ||
|Beta Code=filopo/ths | |Beta Code=filopo/ths | ||
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense" | |Definition=ου, ὁ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[lover of drinking]], [[fond of wine]], <span class="bibl">Hdt.2.174</span>, Hp.Aër.1, <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>79</span>, <span class="bibl">Eup.208</span> (of Cimon), <span class="bibl">Antipho Soph.76</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>559b2</span>, <span class="bibl"><span class="title">Pr.</span>874a37</span> (wrongly accented <b class="b3">-πότων</b>), <span class="bibl">Ath.10.430c</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:50, 12 December 2020
English (LSJ)
ου, ὁ, A lover of drinking, fond of wine, Hdt.2.174, Hp.Aër.1, Ar.V.79, Eup.208 (of Cimon), Antipho Soph.76, Arist.HA559b2, Pr.874a37 (wrongly accented -πότων), Ath.10.430c.
German (Pape)
[Seite 1284] ὁ, Liebhaber des Trunks, Einer, der gern und viel trinkt; Ar. Vesp. 79; Her. 2, 174; Arist. H. A. 6, 2.
Greek (Liddell-Scott)
φιλοπότης: -ου, ὁ, ὁ ἀγαπῶν τὴν οἰνοποσίαν, φίλος τοῦ οἴνου, Λατ. vinolentus, Ἡρόδ. 2. 174, Ἱππ. π. Ἀέρ. 280, Ἀριστοφ. Σφ. 79, Εὔπολις ἐν «Πόλεσι» 10 (περὶ τοῦ Κίμωνος), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 2, 5· πρβλ. φιλοπώτης.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui aime à boire, grand buveur, ivrogne.
Étymologie: φίλος, πίνω.
Greek Monolingual
ο, θηλ. φιλοπότις, -ιδος, ΝΜΑ, και φιλοπώτης Α
αυτός που του αρέσει να πίνει ποτά και, ιδίως, κρασί, οινοπότης, μέθυσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + πότης (< θ. ποτού πίνω), πρβλ. οινο-πότης, ενώ ο τ. φιλο-πώτης με β' συνθετικό -πώτης (< θ. πω- του πίνω, πρβλ. πῶ-μα)].
Greek Monotonic
φῐλοπότης: -ου, ὁ, αυτός που αγαπάει το ποτό, που αγαπάει το κρασί, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
φιλοπότης: ου ὁ любитель выпить, пьяница Her., Arph., Arst., Plut.
Middle Liddell
φῐλο-πότης, ου, ὁ,
a lover of drinking, fond of wine, Hdt., Ar.