χονδράκανθος: Difference between revisions
περί τοῦ πέρδεσθαι οὐ καταισχύνει, πάντων γὰρ περδομένων → as for the farting, he causes no shame, because everybody farts
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chondrakanthos | |Transliteration C=chondrakanthos | ||
|Beta Code=xondra/kanqos | |Beta Code=xondra/kanqos | ||
|Definition=[ᾰκ], ον, <span class="sense" | |Definition=[ᾰκ], ον, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[with cartilaginous skeleton]], epith. of the [[σελάχη]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>516b15</span>, <span class="bibl"><span class="title">PA</span>655a23</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:26, 12 December 2020
English (LSJ)
[ᾰκ], ον, A with cartilaginous skeleton, epith. of the σελάχη, Arist.HA516b15, PA655a23.
German (Pape)
[Seite 1363] ον, mit knorpeligen Gräten; so hießen die Knorpelfische σελάχη, Arist. H. A. 3, 7 u. part. anim. 2, 9, weil sie im Rückgrate Knochen von Knorpel haben.
Greek (Liddell-Scott)
χονδράκανθος: -ον, ὁ ἔχων ἄκανθαν ἐκ χόνδρων, ὀστᾶ ἐκ χόνδρων, τοιαῦτα δὲ εἶναι τὰ σελάχη, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 7, 10, π. Ζ. Μορ. 2. 9, 13, κλπ.
Greek Monolingual
-η, -ο / χονδράκανθος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο χονδράκανθος
ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους κωπήποδων καρκινοειδών
αρχ.
αυτός που έχει ακανθώδη σκελετό («σελάχη χονδράκανθα τὴν φύσιν», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόνδρος + -άκανθος (< ἄκανθα, πρβλ. λευκ-άκανθος, τραγ-άκανθος. Η λ. ως επιστημον. όρος της νεοελλ. είναι αντιδάνειο, πρβλ. νεολατ. chondracanthus, και μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη].
Russian (Dvoretsky)
χονδράκανθος: хрящеватый, с хрящевым скелетом (σελάχη Arst.).