ἀμύριστος: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 94
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=amyristos
|Transliteration C=amyristos
|Beta Code=a)mu/ristos
|Beta Code=a)mu/ristos
|Definition=[ῠ], ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[not steeped in unguents]], στέμματα <span class="title">Epigr.Gr.</span> 418 (Cyrene). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> metaph., [[rude]], [[rough]], ἀμύριστα φθεγγομένη <span class="bibl">Heraclit.92</span>.</span>
|Definition=[ῠ], ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[not steeped in unguents]], στέμματα <span class="title">Epigr.Gr.</span> 418 (Cyrene). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> metaph., [[rude]], [[rough]], ἀμύριστα φθεγγομένη <span class="bibl">Heraclit.92</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:45, 12 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμύριστος Medium diacritics: ἀμύριστος Low diacritics: αμύριστος Capitals: ΑΜΥΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: amýristos Transliteration B: amyristos Transliteration C: amyristos Beta Code: a)mu/ristos

English (LSJ)

[ῠ], ον,    A not steeped in unguents, στέμματα Epigr.Gr. 418 (Cyrene).    2 metaph., rude, rough, ἀμύριστα φθεγγομένη Heraclit.92.

German (Pape)

[Seite 132] ungesalbt, Heracl. bei Plut. Pyth. or. 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμύριστος: -ον, ὁ μὴ ἀληλιμμένος διὰ μύρων, στέμματα Συλλ. Ἐπιγρ. 5172. 2) μεταφ., τραχύς, ἄξεστος, ἀμ. φθεγγομένη Πλούτ. 2. 397Α.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non parfumé.
Étymologie: ἀ, μυρίζω.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ῠ-]
1 no empapado de perfumes στέμμα GVI 1522.5 (Cirene II a.C.).
2 fig. rudo Σίβυλλα ... ἀμύριστα φθεγγομένη Heraclit.B 92.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμύριστος, -ον) μυρίζω
1. αυτός που δεν αναδίδει μυρωδιά, άοσμος
2. αυτός που δεν τον μύρισε, δεν τον οσφράνθηκε κανείς
3. αυτός που δεν μύρισε από σήψη, δεν βρόμησε
4. (για κοπέλες) ανέπαφη, παρθενική
αρχ.
1. αυτός που δεν τον έχρισαν, δεν τον άλειψαν με μύρα
2. τραχύς, άξεστος.

Russian (Dvoretsky)

ἀμύριστος: (ῠ) не умащенный благовониями (ἀκαλλώπιστος καὶ ἀ. Plut.).