ἐρανιστής: Difference between revisions
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eranistis | |Transliteration C=eranistis | ||
|Beta Code=e)ranisth/s | |Beta Code=e)ranisth/s | ||
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense" | |Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[member of]] or [[contributor to an]] ἔρανος <span class="bibl">1</span>, <span class="bibl">Pherecyd.11</span> J. (pl.); <b class="b3">ἑστιᾶν ἐρανιστάς</b> to give a club-dinner, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span>408</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1123a22</span> ; [[member of an]] [[ἔρανος]] III, <span class="title">IG</span>22.1265 (pl.), 11(4).1223 (Delos, pl.), etc.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 21:50, 12 December 2020
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A member of or contributor to an ἔρανος 1, Pherecyd.11 J. (pl.); ἑστιᾶν ἐρανιστάς to give a club-dinner, Ar.Fr.408, Arist.EN1123a22 ; member of an ἔρανος III, IG22.1265 (pl.), 11(4).1223 (Delos, pl.), etc.
German (Pape)
[Seite 1017] ὁ, der Theilnehmer an einem ἔρανος, bes. an einem Schmause der Art, Ar. frg. 355; ἐρανιστὰς γαμικῶς ἑστιῶν Arist. Eth. 4, 2; = συνθιασῶται Ath. VIII, 362 e. Vgl. Inscr. 126.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρᾰνιστής: -οῦ, ὁ ὁ συνεισφέρων εἰς ἔρανον (σύλλογον ἐρανιστῶν), ἐστιᾶν ἐρανιστὰς Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 356, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 2, 20., 8. 9, 5, Ἀθήν. 362Ε: πρβλ. ἔρανος ΙΙ. - Καθ’ Ἁρποκρ.: «ἐρανιστὴς μέντοι κυρίως ἐστὶν ὁ τοῦ ἐράνου μετέχων καὶ τὴν φορὰν ἣν ἑκάστου μηνὸς ἔδει καταβάλλειν εἰσφέρων, τὸ δὲ ὄνομα παρὰ Λυσίᾳ ἐν τῷ πρὸς Ἀριστοκράτην περὶ ἐγγύης ἐράνου, εἰ γνήσιος».
Greek Monolingual
ο, θηλ. ερανίστρια (AM ἐρανιστής) ερανίζω
μσν.- νεοελλ.
ο συντάκτης και εκδότης ερανίσματος, ο συλλέκτης γνωμών, αποφθεγμάτων, χωρίων διαφόρων συγγραφέων
αρχ.
1. αυτός που συμμετέχει σε έρανο, που συνεισφέρει για να γίνει κοινό συμπόσιο
2. μέλος συλλόγων που διοργανώνει εράνους σε ορισμένες θρησκευτικές γιορτές.
Russian (Dvoretsky)
ἐρᾰνιστής: οῦ ὁ участник складчины Arph., Arst.