τομαῖος: Difference between revisions
Ἔστιν Δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ → Die Dike hat ein Auge, das nichts übersieht → Das Recht besitzt ein Auge, welches alles sieht
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - "<span class="bibl">1</span>" to "''1''") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tomaios | |Transliteration C=tomaios | ||
|Beta Code=tomai=os | |Beta Code=tomai=os | ||
|Definition=α, ον, also ος, ον <span class="bibl">E.<span class="title">Alc.</span>101</span> (lyr.): (τομή):—<span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[cut]], [[cut off]], <b class="b3">βόστρυχος, χαίτα</b> (cf. τομή | |Definition=α, ον, also ος, ον <span class="bibl">E.<span class="title">Alc.</span>101</span> (lyr.): (τομή):—<span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[cut]], [[cut off]], <b class="b3">βόστρυχος, χαίτα</b> (cf. τομή ''1''), <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>168</span>, E. l. c. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[cut in pieces]], <b class="b3">ἄκος τ</b>. [[cut]] or [[shredded ready for use]], <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>539</span>, <span class="bibl"><span class="title">Supp.</span> 268</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:40, 29 December 2020
English (LSJ)
α, ον, also ος, ον E.Alc.101 (lyr.): (τομή):— A cut, cut off, βόστρυχος, χαίτα (cf. τομή 1), A.Ch.168, E. l. c. II cut in pieces, ἄκος τ. cut or shredded ready for use, A.Ch.539, Supp. 268.
German (Pape)
[Seite 1127] 3, auch 2 Endgn, 1) schneidend. – 2) pass., abgeschnitten, zerschnitten, χαίτα τομαῖος, Eur. Alc. 101; βόστρυχος, Aesch. Ch. 166; ἄκος τομαῖον πημάτων 532, wie Suppl. 265 ἄκη τομαῖα καὶ λυτήρια, erinnert an τέμνειν φάρμακα, Mittel, die die Wunde schneiden, heilen, od. die abgeschnitten, fertig da sind.
Greek (Liddell-Scott)
τομαῖος: -α, -ον, καὶ ος, ον, (τομή)· ― κεκομμένος, ἀποκεκομμένος, ἀποκοπείς, βόστρυχος, χαίτη (πρβλ. τομὴ Ι), Αἰσχύλ. Χο. 186. Εὐρ. Ἄλκ. 102. ΙΙ. κεκομμένος εἰς τεμάχια, κατατετμημένος, ἄκος τ., κεκομμένον ἢ ἐξεσμένον καὶ ἕτοιμον πρὸς χρῆσιν, Αἰσχύλ. Χο. 539, Ἱκέτ. 268· πρβλ. τέμνειν φάρμακα, ἴδε τέμνω ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
α ou poét. ος, ον :
coupé : ἄκος τομαῖον πημάτων ESCHL remède qui supprime la douleur ; sel. d’autres remède tout coupé, càd tout prêt contre la douleur.
Étymologie: τομή.
Greek Monolingual
-ον, θηλ. και -αία
Α
(ποιητ. τ.)
1. κομμένος, αποκομμένος («χαίτη τ' οὔτις τομαῑος», Ευρ.)
2. κομμένος σε κομμάτια, τεμαχισμένος
3. μτφ. αυτός που κόβει για θεραπευτικούς λόγους, αυτός που θεραπεύει με τομή
4. φρ. «ἄκος τομαῑον» — ιαματικό φυτό κομμένο ή θρυμματισμένο και έτοιμο για χρήση (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τομή + κατάλ. -αῖος].
Greek Monotonic
τομαῖος: -α, -ον και -ος, -ον (τομή)·
I. κομμένος, αποκομμένος, σε Αισχύλ., Ευρ.
II. κομμένος σε τεμάχια, σχισμένος ή κομματιασμένος και έτοιμος για χρήση, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
τομαῖος: и
1) отрезанный, остриженный (βόστρυχος Aesch.; χαίτη Eur.);
2) нарезанный, накрошенный, т. е. приготовленный (ἄκος Aesch.).
Middle Liddell
τομαῖος, η, ον τομή
I. cut, cut off, Aesch., Eur.
II. cut in pieces, cut or shredded ready for use, Aesch.