γειοφόρος: Difference between revisions
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " " to "") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=geioforos | |Transliteration C=geioforos | ||
|Beta Code=geiofo/ros | |Beta Code=geiofo/ros | ||
|Definition=ον, <span class="sense"> | |Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[earth-bearing]], σκαφίδες <span class="title">AP</span>6.297 (Phan.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 20:55, 29 December 2020
English (LSJ)
ον, A earth-bearing, σκαφίδες AP6.297 (Phan.).
Greek (Liddell-Scott)
γειοφόρος: -ον, ὁ φέρων γῆν, σκαφίδες Ἀνθ. ΙΙ. 6. 297.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui porte de la terre.
Étymologie: γῆ, φέρω.
Spanish (DGE)
-ον portador de tierra σκαφίδες AP 6.297 (Phan.).
Greek Monolingual
γειοφόρος, -ον (Α)
αυτός που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά χώματος.
Greek Monotonic
γειοφόρος: -ον (γῆ, φέρω), αυτός που βαστά τη γη, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
γειοφόρος: служащий для переноски земли (σκαφίδες Anth.).