δήμωμα: Difference between revisions
From LSJ
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " " to "") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dimoma | |Transliteration C=dimoma | ||
|Beta Code=dh/mwma | |Beta Code=dh/mwma | ||
|Definition=<span class="sense"> | |Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> v. [[δάμωμα]].</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 21:25, 29 December 2020
English (LSJ)
A v. δάμωμα.
Greek (Liddell-Scott)
δήμωμα: τό, τοῦ λαοῦ τέρψις, χαρίτων δαμώματα, ᾄσματα δημοσίᾳ ᾀδόμενα, Στησίχ. 34 (ἐν Ἀριστοφ. Εἰρ. 798)· πρβλ. δημόομαι.
Greek Monolingual
δήμωμα, το (Α) δημούμαι
η τέρψη του λαού.
Greek Monotonic
δήμωμα: -ατος, τό (δημόομαι), λαϊκή διασκέδαση· χαρίτων δαμώματα, λαϊκά αστεία άσματα που εκτελούνται δημοσίως, σε Στησίχ. παρ' Αριστοφ.
Middle Liddell
δημόομαι
a popular pastime, χαρίτων δαμώματα odes for public performance, Stesich, ap. Ar.