άγαμαι: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄγαμαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[θαυμάζω]], εκπλήττομαι, [[απορώ]]<br /><b>2.</b> ευφραίνομαι, [[βρίσκω]] [[ευχαρίστηση]] σ’ ένα [[πρόσωπο]] ή σ’ ένα [[πράγμα]]<br /><b>3.</b> [[ζηλεύω]], [[φθονώ]], οργίζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από την [[ίδια]] [[ρίζα]] με το <i>ἀγα</i>-.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀγαμένως]], [[ἀγαστός]], <i>ἄγη</i>, [[ἀγητός]], [[ἀγαίομαι]], [[ἀγάζομαι]].
|mltxt=[[ἄγαμαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[θαυμάζω]], εκπλήττομαι, [[απορώ]]<br /><b>2.</b> ευφραίνομαι, [[βρίσκω]] [[ευχαρίστηση]] σ’ ένα [[πρόσωπο]] ή σ’ ένα [[πράγμα]]<br /><b>3.</b> [[ζηλεύω]], [[φθονώ]], οργίζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Από την [[ίδια]] [[ρίζα]] με το <i>ἀγα</i>-.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀγαμένως]], [[ἀγαστός]], <i>ἄγη</i>, [[ἀγητός]], [[ἀγαίομαι]], [[ἀγάζομαι]].
}}
}}

Revision as of 21:46, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἄγαμαι (Α)
1. θαυμάζω, εκπλήττομαι, απορώ
2. ευφραίνομαι, βρίσκω ευχαρίστηση σ’ ένα πρόσωπο ή σ’ ένα πράγμα
3. ζηλεύω, φθονώ, οργίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Από την ίδια ρίζα με το ἀγα-.
ΠΑΡ. ἀγαμένως, ἀγαστός, ἄγη, ἀγητός, ἀγαίομαι, ἀγάζομαι.