άρριζος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄρριζος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει ρίζες<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για φυτά) αυτό που δεν έχει [[ακόμη]] αναπτύξει τις ρίζες του<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />ο [[αβάσιμος]], ο [[αθεμελίωτος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[εκείνος]] που δεν στηρίζεται στη γη, ο [[αιθέριος]], ο [[ουράνιος]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἄρριζος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει ρίζες<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για φυτά) αυτό που δεν έχει [[ακόμη]] αναπτύξει τις ρίζες του<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />ο [[αβάσιμος]], ο [[αθεμελίωτος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[εκείνος]] που δεν στηρίζεται στη γη, ο [[αιθέριος]], ο [[ουράνιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>ριζος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] (<b>πρβλ.</b> [[βαθύρριζος]], [[μακρόρριζος]] <b>κ.ά.</b>)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 21:55, 29 December 2020
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄρριζος, -ον)
αυτός που δεν έχει ρίζες
νεοελλ.
(για φυτά) αυτό που δεν έχει ακόμη αναπτύξει τις ρίζες του
αρχ.-μσν.
ο αβάσιμος, ο αθεμελίωτος
μσν.
εκείνος που δεν στηρίζεται στη γη, ο αιθέριος, ο ουράνιος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερ. + -ριζος < ρίζα (πρβλ. βαθύρριζος, μακρόρριζος κ.ά.)].