άρνηση: Difference between revisions
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
(6) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ἄρνησις]])<br />το να αρνείται [[κάποιος]] [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=η (Α [[ἄρνησις]])<br />το να αρνείται [[κάποιος]] [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αρνούμαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αρνητικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αρνήσιμος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αρνησίθεος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[αρνησίχριστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αρνησίδοξος]], [[αρνησίθρησκος]], [[αρνησικυρία]], [[αρνησίπατρις]], [[αρνησιπονία]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:55, 29 December 2020
Greek Monolingual
η (Α ἄρνησις)
το να αρνείται κάποιος κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αρνούμαι.
ΠΑΡ. αρνητικός
αρχ.
αρνήσιμος.
ΣΥΝΘ. αρνησίθεος
μσν.- νεοελλ.
αρνησίχριστος
νεοελλ.
αρνησίδοξος, αρνησίθρησκος, αρνησικυρία, αρνησίπατρις, αρνησιπονία].