άφθονος: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
(7)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄφθονος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που υπάρχει σε [[αφθονία]], υπερεπαρκής («άφθονο [[νερό]]», «άφθονα φρούτα»)<br /><b>2.</b> ο [[χωρίς]] [[φειδώ]], [[πλουσιοπάροχος]] («με άφθονα χέρια», Κάλβος<br />«ἀφθόνῳ χερί», <b>Αισχ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> απαλλαγμένος από φθόνο, μη φθονερος<br /><b>2.</b> αυτός που δεν προκαλεί τον φθόνο των άλλων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[φθόνος]] «[[ζηλοφθονία]], [[άρνηση]], αποποίηοη από φθόνο, [[δυσμένεια]] ή [[παράπονο]]». Η [[σημασία]] της λέξεως ξεκίνησε πιθ. ως «αυτός που δεν τον φθονούν, που δεν τον αρνούνται λόγω φθόνου», άρα «που δεν μειώνεται», απ' όπου κατέληξε στη [[σημασία]] «[[αφειδής]], [[πλουσιοπάροχος]]»].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄφθονος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που υπάρχει σε [[αφθονία]], υπερεπαρκής («άφθονο [[νερό]]», «άφθονα φρούτα»)<br /><b>2.</b> ο [[χωρίς]] [[φειδώ]], [[πλουσιοπάροχος]] («με άφθονα χέρια», Κάλβος<br />«ἀφθόνῳ χερί», <b>Αισχ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> απαλλαγμένος από φθόνο, μη φθονερος<br /><b>2.</b> αυτός που δεν προκαλεί τον φθόνο των άλλων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[φθόνος]] «[[ζηλοφθονία]], [[άρνηση]], αποποίηοη από φθόνο, [[δυσμένεια]] ή [[παράπονο]]». Η [[σημασία]] της λέξεως ξεκίνησε πιθ. ως «αυτός που δεν τον φθονούν, που δεν τον αρνούνται λόγω φθόνου», άρα «που δεν μειώνεται», απ' όπου κατέληξε στη [[σημασία]] «[[αφειδής]], [[πλουσιοπάροχος]]»].
}}
}}

Latest revision as of 22:00, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄφθονος, -ον)
1. αυτός που υπάρχει σε αφθονία, υπερεπαρκής («άφθονο νερό», «άφθονα φρούτα»)
2. ο χωρίς φειδώ, πλουσιοπάροχος («με άφθονα χέρια», Κάλβος
«ἀφθόνῳ χερί», Αισχ.)
αρχ.
1. απαλλαγμένος από φθόνο, μη φθονερος
2. αυτός που δεν προκαλεί τον φθόνο των άλλων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερ. + φθόνος «ζηλοφθονία, άρνηση, αποποίηοη από φθόνο, δυσμένεια ή παράπονο». Η σημασία της λέξεως ξεκίνησε πιθ. ως «αυτός που δεν τον φθονούν, που δεν τον αρνούνται λόγω φθόνου», άρα «που δεν μειώνεται», απ' όπου κατέληξε στη σημασία «αφειδής, πλουσιοπάροχος»].