άψινθος: Difference between revisions
From LSJ
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
m (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ἄψινθος]])<br />[[φυτό]] ποώδες, αρωματικό με πικρή [[γεύση]], χρήσιμο στη [[φαρμακευτική]] και [[κυρίως]] στην [[ποτοποιία]] για την [[παρασκευή]] του ποτού [[αψέντι]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=η (Α [[ἄψινθος]])<br />[[φυτό]] ποώδες, αρωματικό με πικρή [[γεύση]], χρήσιμο στη [[φαρμακευτική]] και [[κυρίως]] στην [[ποτοποιία]] για την [[παρασκευή]] του ποτού [[αψέντι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Πιθ. [[προελληνικός]] όρος. Σ΄ αυτή την [[υπόθεση]] οδηγεί [[κυρίως]] το [[στοιχείο]] -<i>νθ</i>-, το οποίο χαρακτηρίζει τόσο κύρια ονόματα (<b>πρβλ.</b> <i>Ζάκυνθος</i>, <i>Όλυνθος</i>) όσο και μεγάλο αριθμό προσηγορικών της Ελληνικής, τα οποία θεωρούνται δάνεια προελληνικής προελεύσεως (<b>βλ.</b> και λ. [[ασάμινθος]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.-μσν.</b> <i>αψίνθιον</i>, [[αψινθίτης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αψινθία]], [[αψίνθινος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:01, 29 December 2020
Greek Monolingual
η (Α ἄψινθος)
φυτό ποώδες, αρωματικό με πικρή γεύση, χρήσιμο στη φαρμακευτική και κυρίως στην ποτοποιία για την παρασκευή του ποτού αψέντι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Πιθ. προελληνικός όρος. Σ΄ αυτή την υπόθεση οδηγεί κυρίως το στοιχείο -νθ-, το οποίο χαρακτηρίζει τόσο κύρια ονόματα (πρβλ. Ζάκυνθος, Όλυνθος) όσο και μεγάλο αριθμό προσηγορικών της Ελληνικής, τα οποία θεωρούνται δάνεια προελληνικής προελεύσεως (βλ. και λ. ασάμινθος).
ΠΑΡ. αρχ.-μσν. αψίνθιον, αψινθίτης
μσν.
αψινθία, αψίνθινος].